Το 2024 προβλέπεται ότι οι μέσες αποδοχές, οι μέσοι μισθοί, θα αυξηθούν ελαφρώς περισσότερο από ό,τι το 2023.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας αναμένεται να αυξηθεί κατά 7,6% (έναντι 6% το 2023), ενώ οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά μισθωτό υπολογίζεται ότι θα αυξηθούν κατά 5,7% (5,5% πέρσι).
Η άνοδος των αποδοχών το 2024 επηρεάζεται τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, χορηγήθηκε αύξηση 6,4% από 1ης Απριλίου.
Στον επιχειρηματικό τομέα το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024 υπογράφηκαν 87 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αφορούν 57.396 μισθωτούς. Από αυτές, 31 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.
Το crash test
Το 2023 “έκλεισε” με τον μέσο μισθό να διαμορφώνεται στα 1.250 ευρώ. Διακηρυγμένος και στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης είναι να έχει ανέβει στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας. Η προφανής στόχευση είναι να ωφεληθούν όσοι ήδη εργάζονται, ωστόσο η περαιτέρω αύξηση των μισθών εκτιμάται ότι μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τον επαναπατρισμό κάποιων από τους 467 χιλιάδες που εγκατέλειψαν τη χώρα την περίοδο της κρίσης αλλά και να “τραβήξει” τις αποδοχές του ειδικευμένου προσωπικού που αναζητά μανιωδώς η αγορά. Η ανάλυση των μισθολογικών εξελίξεων από την Τράπεζα της Ελλάδας αποκαλύπτει, πάντως, ότι η εξίσωση των μισθών δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς καταγράφονται μεγάλες διαφορές μεταξύ μισθολογικών κλιμακίων. Επί της ουσίας, σε πραγματικούς όρους ωφελημένοι είναι οι χαμηλόμισθοι, ενώ όσοι κινούνται πάνω από τα 1.650 ευρώ είναι χαμένοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ, η αύξηση των αμοιβών στην περίοδο 2016- 2023 για τις θέσεις εργασίας με μισθούς ως 850 ευρώ, είναι σαφής και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Αντιθέτως, για τις θέσεις εργασίας με αμοιβές άνω των 1.650 ευρώ το βασικό εύρημα είναι ότι δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές μεταξύ των ετών 2016 και 2023.
Συγκεκριμένα, για τις θέσεις εργασίας με χαμηλές απολαβές (έως 850 ευρώ το 2016), το μέσο ποσοστό μεταβολής των ονομαστικών μισθών ήταν 26,9% από το 2016 έως το 2023. Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές (άνω των 1.650 ευρώ το 2016), είχαν μια εκτιμώμενη μέση αύξηση των ονομαστικών αμοιβών κατά 0,7%, δηλαδή κατά μέσο όρο οι μισθοί παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητοι. Αν ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο 2016-2023 το επίπεδο των τιμών με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε σωρευτικά κατά 16% περίπου, συνάγεται ότι, σε πραγματικούς όρους, υπήρξαν μισθολογικές αυξήσεις στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ στις υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας (πάνω από 1.650 ευρώ το 2016) υπήρξαν σημαντικές μειώσεις.
Μία θέση εργασίας που αμειβόταν με 1.750 ευρώ το 2016 σε μία εταιρία με πάνω από 1.000 εργαζόμενους, στον ίδιο κλάδο, για το ίδιο επάγγελμα, με τον ίδιο τύπο σύμβασης, με έναν εργαζόμενο στην ίδια ηλικιακή ομάδα, με το ίδιο φύλο, πλήρους απασχόλησης το 2023 αμειβόταν ονομαστικά με 1.781,50 ευρώ κατά μέσο όρο. Σε πραγματικούς όρους, το 2023, λόγω του πληθωρισμού, η αμοιβή ήταν περίπου 1.495 ευρώ (μείωση κατά 16%). Με την ίδια μέθοδο, μία θέση εργασίας που το 2016 αμειβόταν με 750 ευρώ, το 2023 αμειβόταν κατά μέσο όρο με 975 ευρώ ονομαστικά, ενώ σε πραγματικούς όρους η αμοιβή ήταν 819 ευρώ (αύξηση κατά 9,2%).
Το συμπέρασμα που «καίει»
Το συμπέρασμα από την ανάλυση των παραπάνω αναμφίβολα προβληματίζει. Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, όλα δείχνουν ότι δεν αυξήθηκαν οι αμοιβές του πιο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, που συνήθως βρίσκεται σε υψηλότερα κλιμάκια της κατανομής. Συνεπώς, στο βαθμό που τα κίνητρα επιστροφής των εργαζομένων επηρεάζονται από το επίπεδο των μισθών, τα τελευταία έτη δεν φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες μισθολογικές συνθήκες για την προσέλκυση όσων έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεγάλης κρίσης.
Μάλιστα, η προσέλκυση πιο ειδικευμένου προσωπικού έγινε πιο δύσκολη, αφού οι αμοιβές για τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας εν τέλει μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους εξαιτίας του πληθωρισμού. Ως εκ τούτου, η χώρα κινδυνεύει όχι μόνο να μη μπορεί να προσελκύσει τους εργαζόμενους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αλλά και να συνεχίσει να χάνει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, με αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης.