Ηχηρά ονόματα της αγοράς των διαχειριστών κεφαλαίων όπως οι Wellington, RWC, Columbia Threadneedle, Blackrock, GIC, Robeco, Norges, Fidelity και Capital – που διέθετε ήδη το 5,54% της Εθνικής τράπεζας – είναι μεταξύ άλλων οι επενδυτές που συμμετείχαν στην δημόσια προσφορά για την διάθεση του 10% της Εθνικής τράπεζας.
Χθες πραγματοποιήθηκε η πίστωση των προσφερόμενων μετοχών στις μερίδες των επενδυτών και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της συναλλαγής, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ Παύλος Μυλωνάς δήλωσε ότι «το ισχυρό ενδιαφέρον από μια ευρεία βάση επενδυτών αντανακλά την εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας στις μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, καθώς και στα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη, τη στρατηγική και την αξιοπιστία μας στην υλοποίηση των στόχων της Τράπεζας».
Το υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον αποδίδεται στα θεμελιώδη μεγέθη της Εθνικής τράπεζας, που ανεβάζουν τον στόχο της διοίκησης για την διανομή μερίσματος της τάξης του 40% των καθαρών κερδών την τρέχουσα χρονιά, ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί στο 50% για την χρήση του 2025.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του α’ εξαμήνου η Τράπεζα έχει μειώσει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο 1,1 δισ. ευρώ και ο αντίστοιχος δείκτης έχει υποχωρήσει στο 3,3% έναντι 3,7% που είναι ο μέσος όρος για τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες. Ο κεφαλαιακός δείκτης CET1 αυξήθηκε στο 18,3% το α’ εξάμηνο 2024, συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης για διανομή μερίσματος 40% το 2025 από τα κέρδη του 2024, αντανακλώντας την ισχυρή κερδοφορία, ενώ ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκε σε 20,9%. Ο δείκτης MREL του Ομίλου στις 30 Ιουνίου 2024 ανερχόταν σε 25,9%.
Με βάση τις προβλέψεις του α’ εξαμήνου, το επιτοκιακό περιθώριο θα αυξηθεί στις 300 μονάδες βάσης καθώς η αποκλιμάκωση των επιτοκίων είναι βραδύτερη του αναμενόμενου, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα μειωθούν περαιτέρω με τον αντίστοιχο δείκτη να εκτιμάται στο 3% από 3,5% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. Η απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων εκτιμάται πάνω από 16% από 15% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη και 17,4% το α’ εξάμηνο του έτους.
Τον Απρίλιο του 2024, η Τράπεζα έγινε η πρώτη ελληνική τράπεζα που ανέκτησε την επενδυτική κατηγορία μετά την έναρξη της ελληνικής οικονομικής κρίσης, ενώ τον Ιούλιο 2024, ο Moody’s αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη βαθμολογία της Τράπεζας σε Baa2, μία βαθμίδα πάνω από την επενδυτική κατηγορία.
Στο πλαίσιο της αναθεώρησης των στόχων για το 2024 που έχει προχωρήσει η διοίκηση της ΕΤΕ, προβλέπεται αύξηση της καθαρής πιστωτικής επέκτασης από 1,2 δισ. ευρώ σε 1,5 δισ. ευρώ, αύξηση που θα προέλθει κυρίως από το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Όπως αναφέρεται στο ενημερωτικό δελτίο που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της δημόσιας προσφοράς, ο Όμιλος αναμένει αύξηση των δανείων προς μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά 7% της 3ετία 2023 – 2026, ενώ τα δάνεια προς την ναυτιλία αναμένεται να αυξηθούν με ρυθμό 4% την ίδια περίοδο, ανεβάζοντας την συνολική πιστωτική επέκταση στους συγκεκριμένους κλάδους από τα 82 δισ. ευρώ στα 98 δισ. ευρώ το 2026.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο πρόγραμμα μετασχηματισμού, το οποίο μετά από 6 σχεδόν χρόνια εφαρμογής έχει ενεργοποιήσει την δημιουργία ισχυρής οργανικής κερδοφορίας και έχει οδηγήσει στην ταχεία αλλαγή προς ένα πιο ευέλικτο και αποδοτικό λειτουργικό μοντέλο. Στο πλαίσιο του προγράμματος μετασχηματισμού ο Όμιλος έχει υλοποιήσει δαπάνες ύψους 557 εκατ. ευρώ για την τεχνολογική του αναβάθμιση, επισημαίνοντας την σημασία που αποδίδει η διοίκηση στην χρήση της τεχνολογίας για την στρατηγική ανάπτυξης και όπως σημειώνεται πάνω από το 90% της τεχνολογικής υποδομής είναι ηλικίας κάτω των 10 ετών, ενώ το Core Banking System αναμένεται να έχει πλήρως αναβαθμιστεί έως τα τέλη του 2025.
Στα τέλη του α’ εξαμήνου του 2024 οι συνδρομητές στα ψηφιακά κανάλια προσέγγισαν τα 4,1 εκατ. πελάτες και οι ψηφιακοί ενεργοί χρήστες έφτασαν τα 3 εκατ., αντιπροσωπεύοντας το 70,7% των συνολικών ενεργών πελατών του Ομίλου. Η Τράπεζα εκτιμά ότι το μερίδιό της στη χρήση του internet banking διαμορφώνεται στο 26% και στο 31% διαμορφώνεται το μερίδιό της στη χρήση του mobile banking, συμβάλλοντας στην αύξηση των ψηφιακών πωλήσεων από το 2019 έως και τον Ιούνιο του 2024 κατά 1,4 δισ. ευρώ, με το μερίδιό της στις καταθέσεις μέσω ψηφιακών καναλιών να διαμορφώνεται στο 29%, στο 33% στην καταναλωτική πίστη, στο 41% στις πιστωτικές κάρτες και στο 45% σε ασφαλιστικά προϊόντα.