Στα ράφια των σούπερ μάρκετ τα προϊόντα αυξήθηκαν μέσα σε δύο μήνες έως 45%.
Η συμφωνία μεταξύ του υπουργού Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκου, και της Ένωσης Σούπερ Μάρκετ Συνδέσμου για μειώσεις τιμών σε 600 κωδικούς προϊόντων φαντάζει ως μια θετική κίνηση για την ελάφρυνση των καταναλωτών που πλήττονται από την ακρίβεια. Ωστόσο, τα πραγματικά δεδομένα από τα ράφια των σούπερ μάρκετ φαίνεται να αποκαλύπτουν μια διαφορετική εικόνα, με τις τιμές σε πολλούς βασικούς κωδικούς προϊόντων να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ή ακόμη και να αυξάνονται, παρά τις υποτιθέμενες συμφωνίες για μείωση των τιμών.
Η εκτέλεση αυτών των συμφωνιών αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη στην πράξη, καθώς οι καταναλωτές, όπως δείχνει η πραγματική εικόνα των σούπερ μάρκετ, εξακολουθούν να πληρώνουν υψηλές τιμές για καθημερινά προϊόντα. Η κυβέρνηση και το υπουργείο Ανάπτυξης προσπαθούν να διαφημίσουν τα «καλά νέα» της συμφωνίας με τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, ωστόσο η πραγματικότητα στα ράφια των καταστημάτων έρχεται να διαψεύσει τις υποσχέσεις για ουσιαστική ανακούφιση του καταναλωτικού κοινού.
Αυτή η απόκλιση μεταξύ της επίσημης ανακοίνωσης και της καθημερινής εμπειρίας των καταναλωτών υπογραμμίζει τη δυσκολία στην εφαρμογή μέτρων που στοχεύουν στον έλεγχο της ακρίβειας, όταν οι εξωτερικές πιέσεις όπως το κόστος παραγωγής, οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι αυξήσεις στα καύσιμα εξακολουθούν να επηρεάζουν τη διαμόρφωση των τιμών.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που αποδεικνύει πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθούν πραγματικές μειώσεις στις τιμές μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων, ιδίως όταν οι επιχειρήσεις προσπαθούν να καλύψουν το αυξανόμενο λειτουργικό τους κόστος, διατηρώντας παράλληλα την κερδοφορία τους. Ταυτόχρονα, το υπουργείο Ανάπτυξης φαίνεται να αντιμετωπίζει την πρόκληση να πείσει το κοινό ότι η πολιτική του φέρνει αποτελέσματα, ενώ η ακρίβεια συνεχίζει να πλήττει την καθημερινότητα των πολιτών.
Η τιμή του τόνου αυξήθηκε κατά 45% στα ράφια των σούπερ μάρκετ
Η κατάσταση στην αγορά τροφίμων αποδεικνύει για άλλη μια φορά την αποτυχία των προσπαθειών της κυβέρνησης να περιορίσει την ακρίβεια μέσω συμφωνιών και μειώσεων τιμών, όπως αυτές που ανακοινώθηκαν για 600 κωδικούς προϊόντων. Στην πραγματικότητα, οι καταναλωτές βλέπουν τις τιμές να αυξάνονται, ακόμα και σε προϊόντα που υποτίθεται ότι θα επωφελούνταν από τη συμφωνία για μειώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η τιμή του τόνου σε «φάκελο» των 80 γραμμαρίων, που αυξήθηκε κατά 45% παρά τις εξαγγελίες για μειώσεις.
Η τιμή του τόνου σε ελαιόλαδο, που φτάνει τα 2,07 ευρώ με την προσφορά των 60 λεπτών, αναδεικνύει την απόκλιση μεταξύ των υποτιθέμενων μειώσεων και της πραγματικής κατάστασης στην αγορά. Χωρίς την προσφορά, η τιμή θα ήταν 2,67 ευρώ, ενώ πριν από την αύξηση ήταν 1,87 ευρώ. Αυτή η αύξηση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των συμφωνιών που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο Ανάπτυξης και τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ελέγξει τις τιμές στην αγορά.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το ίδιο προϊόν άλλης εταιρείας έχει αυξήσει την τιμή του από κάτω από 1,60 ευρώ σε 1,60 ευρώ με προσφορά, ενώ χωρίς την προσφορά θα ήταν 2,35 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς τις εκπτώσεις ή προσφορές, οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν σημαντικές αυξήσεις τιμών.
Η τιμή του κιλού του τόνου φτάνει τα 20 ευρώ, με την αρχική τιμή να φτάνει τα 29,38 ευρώ. Αυτό υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές δεν απολαμβάνουν ουσιαστικές μειώσεις, ενώ παράλληλα οι τιμές των τροφίμων παραμένουν υψηλές ή αυξάνονται συνεχώς. Όλα αυτά υπογραμμίζουν τη δυσκολία των πολιτικών που στοχεύουν στην αναχαίτιση της ακρίβειας και την αποτυχία των προσπαθειών για πραγματικές μειώσεις, όταν οι αγορές και οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως το κόστος παραγωγής, οι εφοδιαστικές αλυσίδες και οι γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις.