Δάγκειος Πυρετός: Μεγάλη απειλή θα γίνει ο δάγκειος πυρετός στη νότια Ευρώπη, στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες και νέα τμήματα της Αφρικής κατά την τρέχουσα δεκαετία, προειδοποίησε ο επικεφαλής των επιστημόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Τζέρεμι Φάραρ, καθώς υψηλότερες θερμοκρασίες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη διάδοση των κουνουπιών που μεταφέρουν τη λοίμωξη.
Ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής στο ΕΚΠΑ Γκίκας Μαγιορκίνης επισημαίνει ότι η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε επαγρύπνηση, το θέμα την απασχολεί και θα την απασχολήσει περισσότερο από τον ιό του Δυτικού Νείλου αν καταγραφούν κρούσματα, καθώς η κλινική φροντίδα είναι πραγματικά εντατική. Η άνοδος της θερμοκρασίας λόγω κλιματικής αλλαγής καθιστούν περιοχές φιλόξενες για το κουνούπι τίγρης (Aedes albopictus), που μεταφέρει τον δάγκειο πυρετό. Επίσης, οι αυξημένες μετακινήσεις των ανθρώπων θεωρείται παράγοντας που συμβάλλει στην εξάπλωση της νόσου. Ο δάγκειος πυρετός αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία νοσηλείας, μετά την ελονοσία, σε επιστρέφοντες ταξιδιώτες, στην Ευρώπη, σύμφωνα με τους ειδικούς. Σταδιακά, σημειώνει ο κ. Μαγιορκίνης, δημιουργούνται οι συνθήκες εγκατάστασης αυτών των κουνουπιών στην Ευρώπη, προσθέτοντάς ότι παρατηρείται μετανάστευση κουνουπιών στη Ν. Ευρώπη που δεν υπήρχαν τα οποία είναι φορείς του δάγκειου πυρετού. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Ασθενειών (ECDC), η Ευρώπη κατέγραψε μέσα στο 2022 σχεδόν όσα τοπικά μεταδιδόμενα κρούσματα δάγκειου πυρετού είχε καταγράψει τα προηγούμενα 11 χρόνια.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Σύμφωνα με τον κ. Μαγιορκίνη, μπορούμε να περιορίσουμε τις επιπτώσεις. Οι προσπάθειες θα πρέπει να επικεντρωθούν στην επιτήρηση των πληθυσμών των κουνουπιών, και στην ενημέρωση του πληθυσμού για την τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας.
Πώς μεταδίδεται ο δάγκειος πυρετό
Ο ιός του δάγκειου πυρετού μεταδίδεται με το νύγμα μολυσμένου κουνουπιού του γένους Aedes και ιδιαιτέρως του είδους Aedes aegypti. Τα κουνούπια μολύνονται από τον ιό όταν τσιμπήσουν έναν ασθενή σε φάση ιαιμίας. Το κουνούπι γίνεται μολυσματικό 4-12 ημέρες μετά τη λήψη του μολυσμένου αίματος και παραμένει μολυσματικό εφόρου ζωής. Τα κουνούπια αυτά δραστηριοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας και αναπαράγονται κυρίως σε ανθρωπογενείς, αστικές και ημιαστικές εστίες (π.χ. βαρέλια, δεξαμενές με νερό, λάστιχα, πιατάκια γλαστρών). Ο ιός του δάγκειου πυρετού δεν μεταδίδεται άμεσα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μπορεί να μεταδοθεί μέσω μεταγγίσεων μολυσμένου αίματος ή μεταμόσχευσης μολυσμένων οργάνων ή ιστών, καθώς και μετά από επαγγελματική έκθεση σε Μονάδες Υγείας (π.χ. από τραυματισμούς με βελόνες). Έχουν αναφερθεί, επίσης, περιπτώσεις κάθετης μετάδοσης (από τη μητέρα στο έμβρυο ή στο νεογνό κατά τον τοκετό).
Περίοδος επώασης
Η περίοδος επώασης κυμαίνεται από 3 έως 14 ημέρες (συνήθως 4-7 ημέρες).
Περίοδος μεταδοτικότητας
Οι ασθενείς είναι μολυσματικοί για τα κουνούπια κατά τη διάρκεια της υψηλής ιαιμίας, συνήθως κατά το διάστημα λίγο πριν από τον πυρετό έως το τέλος αυτού, συνήθως 3-5 ημέρες (μέγιστο 10 ημέρες) μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Συμπτώματα της νόσου
Το 50% των ατόμων που μολύνονται από τον ιό του δάγκειου πυρετού είναι ασυμπτωματικοί. Ο δάγκειος πυρετός αποτελεί συστηματική και δυναμική νόσο. Το κλινικό φάσμα της νόσου είναι ευρύ, με απρόβλεπτη κλινική εξέλιξη και περιλαμβάνει σοβαρές και μη σοβαρές κλινικές εκδηλώσεις. Αυτοί που εμφανίζουν συμπτώματα, παρουσιάζουν πυρετό, μυϊκούς σπασμούς και πόνο στις αρθρώσεις, που είναι τόσο ισχυρός ώστε η νόσος αποκαλείται και «πυρετός των σπασμένων οστών». Ενώ οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν μετά από μία αυτο-περιοριζόμενη ήπια κλινική νόσο, ένα μικρό ποσοστό εξελίσσεται σε σοβαρή νόσο.
Πρόληψη
Τα μέτρα πρόληψης αφορούν σε ολοκληρωμένα προγράμματα ελέγχου του διαβιβαστή, σε μέτρα ατομικής προστασίας από την έκθεση σε κουνούπια, σε εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των κρουσμάτων και σε ευαισθητοποίηση του κοινού, και ιδίως των ταξιδιωτών σε ενδημικές χώρες, για τη λήψη των ενδεικνυόμενων προληπτικών μέτρων. Η πρώιμη διάγνωση και κλινική αντιμετώπιση των ασθενών παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πρόγνωση της νόσου.