Η κοινωνική πολιτική και η εκπαίδευση στην Ελλάδα βρέθηκαν επίσης στο επίκεντρο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα τη δεύτερη ημέρα του συνεδρίου «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ: 50 Χρόνια Μετά», το οποίο συνδιοργανώνουν η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics και διεξάγεται από τις 29 Φεβρουαρίου έως τις 2 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη.
Στη συζήτηση που συντόνισε η Δημοσιογράφος Ηλιάνα Μάγρα της εφημερίδας «Καθημερινή» συμμετείχαν η Άννα Διαμαντοπούλου, Πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, πρώην Επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, πρώην Υπουργός Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και ο Τάσος Γιαννίτσης, πρώην Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και η Έφη Αχτσιόγλου, πρώην Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Το πάνελ πλαισίωσαν με τις ερωτήσεις και τις τοποθετήσεις τους ο Μάνος Ματσαγγάνης, Καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, η Αντιγόνη Λυμπεράκη, Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και ο Πάσχος Μανδραβέλης, Δημοσιογράφος στην «Καθημερινή». Στο συγκεκριμένο πάνελ αναδείχθηκαν προβληματισμοί σχετικά με το κοινωνικό κράτος, το ασφαλιστικό, η αγορά εργασίας, οι προνοιακές πολιτικές και η εκπαίδευση στην Ελλάδα στη διάρκεια των 50 ετών της Μεταπολίτευσης.
Στην ερώτηση του κ. Ματσαγγάνη, μήπως έχουν αρχίσει να ακυρώνονται οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν υπό την πίεση των μνημονιακών δεσμεύσεων και κινδυνεύουμε να επανέλθουμε στο παλιό ασφαλιστικό σύστημα που οδήγησε στη χρεοκοπία, ο κ. Γιαννίτσης απάντησε με μια σύντομη ανασκόπηση. «Από το 1974 και έως σήμερα μία από τις μεγάλες κατακτήσεις είναι η εδραίωση του κοινωνικού κράτους υπενθύμισε». Ωστόσο, το 2009 η οικονομία και το κοινωνικό κράτος κατέρρευσαν κυρίως λόγω του ασφαλιστικού. Ο κ. Γιαννίτσης ανέπτυξε το διαχρονικό οξύμωρο της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα: πληρώνουμε για κάτι που δεν έχει αποτέλεσμα, καθώς οι στόχοι της κοινωνικής πολιτικής δεν πραγματώνονται. Είμαστε πολύ καλή κατάταξη στην Ε.Ε. ως προς τις δαπάνες, αλλά είμαστε πολύ χαμηλά ποσοστά στην ανισότητα και τη φτώχεια.
Η κ. Λυμπεράκη έθεσε το ερώτημα αν «υπάρχει ελπίδα για ένα σύστημα φροντίδας και υπηρεσιών χωρίς αλλαγή στο σύστημα συντάξεων», δεδομένης της θηριώδους συνεισφοράς των συντάξεων στις κοινωνικές δαπάνες. Η κ. Διαμαντοπούλου περιέγραψε ότι το 2001, όταν ο κ. Γιαννίτσης προσπαθούσε να προχωρήσει τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, έγινε μια αξιολόγηση των ασφαλιστικών συστημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τα στοιχεία αποδείκνυαν ότι, χωρίς αλλαγή, η χώρα μπορεί να χρεοκοπούσε το 2010 λόγω του ασφαλιστικού. «Έδωσα τα στοιχεία στον πρωθυπουργό, συνεννοήθηκα μαζί του, τα πήγα σε όλη την αντιπολίτευση. Τα έδωσα στη δημοσιότητα. Όλοι ξέραμε αυτά τα στοιχεία το 2001». Σήμερα, μετά την κρίση, οι συντάξεις εξακολουθούν να αντιστοιχούν σε πάνω από το 50% των κρατικών δαπανών. Υποστήριξε, επίσης, ότι πρέπει να υπάρξουν αλλαγές στο ασφαλιστικό, μια διαφορετική αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και νέα προτεραιοποίηση, δεδομένου, για παράδειγμα, ότι η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα προσδιορίζεται στο 29%. Σε άλλο σημείο των τοποθετήσεων της η κ. Διαμαντοπούλου αναφέρθηκε στη νέα πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, την αναδυόμενη “τέταρτη” ηλικία.
Αναφορικά με την κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη, η κ. Αχτσιόγλου τόνισε το μεγάλο πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας, που συνδέεται και με ιδιαιτερότητες στη δομή της ελληνικής κοινωνίας. «Το επίδομα ανεργίας δεν είναι σχεδιασμένο για να καλύψει τη μακροχρόνια ανεργία» εξήγησε η κ. Αχτσιόγλου, «είναι πολύ χαμηλό, στα 200 ευρώ, και μπορεί να δοθεί μόνο για έναν χρόνο». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του κ. Μανδραβέλη, ανέλυσε τη φιλοσοφία των επικουρικών συντάξεων «δεν είναι απολύτως ατομικά υπεύθυνος ένας άνεργος επειδή είναι άνεργος ή αντίστοιχα ένας υποδηλωμένος εργαζόμενος· το αναδιανεμητικό στοιχείο έρχεται να διορθώσει αυτή την ανισότητα στον συνταξιοδοτικό βίο». Σχετικά με τη νομοθεσία που διέπει τον ιδιωτικό τομέα εργασίας, η κ. Αχτσιόγλου επεσήμανε ότι «στην Ελλάδα είναι εντελώς ελεύθερες οι απολύσεις, ενώ σε καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. δεν είναι έτσι».
Στην εξέλιξη της συζήτησης, η κ. Διαμαντοπούλου αναφέρθηκε στην αδυναμία ύπαρξης συνδικάτων «όταν το 96% των επιχειρήσεων στη χώρα έχει έως 9 εργαζόμενους» και στην ανάγκη οι μικρές επιχειρήσεις να ενισχυθούν για να γίνουν μεγαλύτερες. Ο κ. Γιαννίτσης, απαντώντας σε ερώτημα του κ. Ματσαγγάνη για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και για το αν βρισκόμαστε σε ακραίο σημείο, ανέφερε ότι «το 80% των κοινωνικών δαπανών πηγαίνει στις συντάξεις, ένα 8-9% πηγαίνει στο ΕΣΥ και άρα μένει ένα 10-11% για επιδόματα ανεργίας, φτώχειας και κοινωνικής φροντίδας», συμπεραίνοντας ότι «δεν υπάρχει πολιτικό ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση της φτώχειας».
Τι κρατάμε και τι πετάμε από τη δεκαετία του 1980, αναρωτήθηκε συμπερασματικά η κ. Διαμαντοπούλου. «Είναι η πίστη και το όραμα για το τι μπορεί να κάνει η χώρα. Αυτό που θα πρέπει να απορρίψουμε είναι τον ανορθολογισμό και τον πελατειασμό», κατέληξε. Οπως υπενθύμισε, η δική της γενιά πολιτικών του ΠΑΣΟΚ ήταν άνθρωποι που προέρχονταν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και είχαν μεγαλώσει στην περιφέρεια.