Πρόσφατη έρευνα έχει αποκαλύψει μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της προεκλαμψίας και του COVID-19 στις έγκυες γυναίκες, προκαλώντας ανησυχίες για την υγεία τόσο των μητέρων όσο και των βρεφών τους. Η προεκλαμψία είναι μια επιπλοκή της εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση και βλάβες σε όργανα, και επηρεάζει περίπου το 5-8% των εγκύων. Αν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές συνέπειες, όπως ανεπάρκεια οργάνων, πρόωρο τοκετό και, σε ακραίες περιπτώσεις, θάνατο της μητέρας. Με την προσθήκη του COVID-19 στην εξίσωση, οι ειδικοί ανησυχούν για το πώς η πανδημία μπορεί να επηρεάσει την εμφάνιση και τη σοβαρότητα αυτής της κατάστασης.
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι έγκυες γυναίκες που μολύνονται από τον ιό μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για προεκλαμψία. Ο COVID-19 φαίνεται να ενισχύει την ανοσολογική απόκριση του οργανισμού, προκαλώντας φλεγμονή, η οποία μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη αυτής της επιπλοκής. Κανονικά, οι έγκυες γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην προεκλαμψία λόγω των αλλαγών στο ανοσοποιητικό τους σύστημα και την κυκλοφορία του αίματος. Ωστόσο, η παρουσία του ιού προσθέτει επιπλέον παράγοντες πίεσης, όπως η φλεγμονή και η απορρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος, οι οποίοι μπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση.
Σε ορισμένες μελέτες, οι έγκυες γυναίκες που είχαν COVID-19 παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά προεκλαμψίας σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς τον ιό. Αυτή η σύνδεση μπορεί να οφείλεται στις άμεσες επιπτώσεις του ιού στα αιμοφόρα αγγεία, περιλαμβανομένης της πλακούντας. Ο COVID-19 μπορεί να βλάψει τα ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία είναι κρίσιμα για την ομαλή λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων. Αυτή η βλάβη μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της αρτηριακής πίεσης, έναν από τους βασικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της προεκλαμψίας. Επιπλέον, ο ιός μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στους μηχανισμούς πήξης του αίματος, αυξάνοντας την πιθανότητα εμφάνισης προεκλαμψίας και άλλων επιπλοκών της εγκυμοσύνης.
Η προεκλαμψία σε έγκυες γυναίκες που νοσούν από COVID-19 έχει συνδεθεί με χειρότερα αποτελέσματα για τη μητέρα και το παιδί. Αυτές οι εγκυμοσύνες είναι πιο πιθανό να οδηγήσουν σε πρόωρο τοκετό, ενώ τα μωρά μπορεί να αντιμετωπίσουν επιπλοκές όπως χαμηλό βάρος γέννησης και αναπνευστικά προβλήματα. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί πρώιμος τοκετός για να προστατευτούν η μητέρα και το βρέφος από τις σοβαρές συνέπειες της προεκλαμψίας.
Παρόλο που χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να κατανοηθεί πλήρως η σχέση μεταξύ COVID-19 και προεκλαμψίας, τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη σημασία της στενής παρακολούθησης των εγκύων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η πρώιμη διάγνωση, η έγκαιρη παρέμβαση και η προετοιμασία των υγειονομικών συστημάτων είναι απαραίτητα για να υποστηριχθούν οι έγκυες γυναίκες και να εξασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή υγειονομική φροντίδα.