Οι έγκυες γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς σε ψυχικές διαταραχές, και μία από τις πιο συχνές είναι η κατάθλιψη κατά την εγκυμοσύνη ή η προγεννητική κατάθλιψη. Η εγκυμοσύνη, αν και χαρούμενη περίοδος για πολλές γυναίκες, μπορεί να προκαλέσει ψυχική και συναισθηματική πίεση λόγω των μεγάλων σωματικών, ορμονικών και ψυχολογικών αλλαγών που συμβαίνουν.
Η προγεννητική κατάθλιψη μπορεί να εκδηλωθεί με συμπτώματα όπως η συνεχής θλίψη, η κόπωση, η απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που συνήθως απολαμβάνονται, οι διαταραχές του ύπνου και η απώλεια της όρεξης. Επίσης, οι γυναίκες μπορεί να αισθάνονται άγχος ή ενοχές για το μέλλον της εγκυμοσύνης τους και του μωρού τους.
Οι ορμονικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την κατάθλιψη. Η αύξηση των επιπέδων των οιστρογόνων και της προγεστερόνης μπορεί να επηρεάσει την ισορροπία των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο, κάτι που έχει άμεσο αντίκτυπο στη διάθεση. Επιπλέον, άλλοι παράγοντες όπως το άγχος, η έλλειψη υποστήριξης, προηγούμενα επεισόδια κατάθλιψης ή ιστορικό ψυχικών ασθενειών, καθώς και η οικονομική ή κοινωνική πίεση, μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για ψυχικές διαταραχές στην εγκυμοσύνη.
Η αντιμετώπιση της προγεννητικής κατάθλιψης είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η αδράνεια μπορεί να επηρεάσει όχι μόνο τη γυναίκα αλλά και την ανάπτυξη του εμβρύου. Η ψυχολογική υποστήριξη, η ψυχοθεραπεία, και σε ορισμένες περιπτώσεις η φαρμακευτική αγωγή, είναι τα κυριότερα εργαλεία για την ανακούφιση των συμπτωμάτων και την αποκατάσταση της συναισθηματικής ευημερίας.
Η σωστή φροντίδα και η αναγνώριση των πρώιμων συμπτωμάτων είναι καθοριστικά για την υγεία της μητέρας και του παιδιού.