Η Γενική Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής, κα. Παυλίνα Καρασιώτου, αναφέρθηκε στις οικονομικές πτυχές, παρουσιάζοντας τον προϋπολογισμό για το 2025. Επισήμανε τη σταθερότητα και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, τονίζοντας ότι οι στόχοι της δημοσιονομικής σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης πλέον λειτουργούν συμπληρωματικά.Μίλησε για την αυξημένη επιχορήγηση της δημόσιας υγείας, καθώς και την ενίσχυση του Ε.Ο.Π.Υ.Υ με 440 εκατ. ευρώ ως αντιστάθμισμα των απωλειών που έχει ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ από τη μείωση μιας μονάδας των ασφαλιστικών εισφορών, που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι από το 2019 μέχρι το 2025 η επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό προς τα νοσοκομεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, αυξήθηκε από 1,5 δισ. περίπου στα 3,19 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση σχεδόν 121%. Σε ότι αφορά τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας, η αύξηση ήταν σημαντική αφού από τα 4,1 δισ. ανήλθε σε 7,1 δισ., δηλαδή περίπου 73%
Μ. Συνολικά, ο προϋπολογισμός υγείας από 11,9 δισ. το 2023, θα ανέλθει στα 13,5 δις ευρώ το 2025. Ο κ. Γιάννης Νάτσης, Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Πλατφόρμας Κοινωνικής Ασφάλισης (ESIP), περιέγραψε τις συστημικές προκλήσεις του τομέα φαρμάκου, σημειώνοντας την αυξανόμενη τάση στις τιμές και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα λόγω των επιστροφών και υποχρεωτικών εκπτώσεων (clawback και rebates). Τόνισε την ανάγκη για πανευρωπαϊκή στρατηγική, ενώ ανέφερε ότι το ζήτημα της πολιτικής υγείας αντιμετωπίζεται πλέον κυρίως από την οπτική της φαρμακευτικής πολιτικής. «Οι αλλαγές που απαιτούνται είναι κοστοβόρες, και το ερώτημα παραμένει: από πού θα βρεθούν οι πόροι;» σημείωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι η ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης δεν μπορεί να στηριχθεί σε «λευκές επιταγές».
- Ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), κ. Μιχάλης Χειμώνας, τόνισε πως, παρόλο που έγιναν βήματα προόδου, οι διαρθρωτικές αλλαγές παραμένουν αναγκαίες, ενώ επισήμανε την υποχρηματοδότηση στον τομέα του φαρμάκου: ενδεικτικά ανέφερε ότι στην Ελλάδα, επενδύονται μόλις 53 ευρώ στο νοσοκομειακό φάρμακο ανά ασθενή, έναντι 170 ευρώ στη Νότια Ευρώπη, τονίζοντας τις δυσμενείς επιπτώσεις που επιφέρει αυτή η χρηματοδότηση στην πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα Επιπλέον, ο κ. Χειμώνας αναφέρθηκε στην σημασία ανάδειξης του προβλήματος φοροδιαφυγής, καθώς το κόστος που δημιουργείται για το κράτος είναι τεράστιο. «Είναι σαφές ότι χρειάζονται πιο ουσιαστικές αλλαγές για να αντιμετωπιστούν οι χρόνιες παθογένειες του συστήματος», δήλωσε χαρακτηριστικά.
- Ο καθηγητής, κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας, Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, περιέγραψε το σύστημα υγείας ως έκφανση του κοινωνικού συμβολαίου, τονίζοντας ωστόσο την έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Όπως ανέφερε, κάθε πλευρά—η Πολιτεία, οι επαγγελματίες υγείας και οι ασθενείς—έχουν συγκεκριμένους ρόλους και ευθύνες, αλλά αυτό το συμβόλαιο συχνά παραβιάζεται. Βλέπουμε ελλείψεις στη φροντίδα, άνιση πρόσβαση, δυσκολίες στην επικοινωνία. Και γι’ αυτό, είναι απαραίτητο να δούμε πώς οι ασθενείς και οι σύλλογοί τους μπορούν να ενισχύσουν αυτό το κοινωνικό πλαίσιο. Επιπλέον, τόνισε την ανάγκη να εστιάσουμε στη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας όχι μόνο σήμερα αλλά και στο μέλλον, αναφέροντας ότι «ειδικά μετά το 2027 που τελειώνουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και θα χρειαστεί να αποπληρώσουμε το χρέος μας, χρειάζεται να δούμε πως το δημογραφικό πρόβλημα, που χειροτερεύει, η κλιματική κρίση αλλά και η ψηφιακή μετάβαση, η οποία συνολικά δημιουργεί πίεση στο σύστημα θα επηρεάσουν.
Ο κ. Νίκος Δέδες, Γενικός Γραμματέας της ΕΝ.ΑΣ.ΕΛ, υπογράμμισε τη δυσβάσταχτη οικονομική επιβάρυνση των Ελλήνων ασθενών. «Στην Ελλάδα, η συμμετοχή στο κόστος των φαρμάκων φτάνει το 33%, διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με άλλες χώρες, όπως η Κύπρος. Είναι απαραίτητο να υπάρξει εθνική πολιτική για το φάρμακο και συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και φαρμακοβιομηχανίας», τόνισε. Ο κ. Κυριάκος Σουλιώτης, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής της ενότητας, επισήμανε την ανελαστικότητα στον τομέα της υγείας, υπογραμμίζοντας ότι οι λύσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες και να συνοδεύονται από τεκμηρίωση. Το κοινωνικό συμβόλαιο, όπως ανέφερε, πρέπει να λειτουργεί και ως ένα διακρατικό συμβόλαιο, ενισχύοντας τη συνεργασία και τη δέσμευση μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Όλοι συμφώνησαν ότι απαιτείται διαφάνεια, συνεργασία και στρατηγικός σχεδιασμός για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας.