«Οι επιχειρήσεις που θα εξαλείψουν την αυτονομιστική τρομοκρατική οργάνωση ως απειλή για τη χώρα μας θα συνεχιστούν»
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι οι διασυνοριακές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά κουρδικών στόχων θα συνεχιστούν με αποφασιστικότητα και άφησε να εννοηθεί ότι θα αφορούν και περιοχές που έως σήμερα δεν ελέγχονται από τον τουρκικό στρατό.
«Το επόμενο διάστημα θα ολοκληρώσουμε τους κρίκους της αλυσίδας που λείπουν από την ασφαλή ζώνη που έχουμε δημιουργήσει κατά μήκος των συνόρων μας. Θα διακόψουμε πλήρως την επαφή μεταξύ των τρομοκρατικών οργανώσεων και των συνόρων μας. Οι επιχειρήσεις που θα εξαλείψουν την αυτονομιστική τρομοκρατική οργάνωση ως απειλή για τη χώρα μας θα συνεχιστούν. Θα χρησιμοποιήσουμε όλα μας τα μέσα στο έπακρο», δήλωσε ο Ταγίπ Ερντογάν σε επιμνημόσυνη εκδήλωση του «Ιδρύματος Πολιτισμού, Γλώσσας και Ιστορίας Ατατούρκ» για τη σημερινή 86η επέτειο από τον θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ.
Η σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ και η στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή της Συρίας αποτελούν έναν από τους πιο περίπλοκους και ευαίσθητους άξονες της εξωτερικής πολιτικής, κυρίως λόγω της υποστήριξης που παρέχουν οι ΗΠΑ στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί ότι έχουν στενές σχέσεις με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), μια οργάνωση που δρα κατά της Τουρκίας και έχει χαρακτηριστεί από την Τουρκία και άλλες χώρες ως τρομοκρατική. Η τουρκική κυβέρνηση βλέπει τις SDF ως εν δυνάμει απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας και την ακεραιότητά της, καθώς θεωρεί ότι η ενίσχυση των κουρδικών δυνάμεων στην περιοχή μπορεί να ενθαρρύνει τις κουρδικές αυτονομιστικές τάσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Η υποστήριξη των ΗΠΑ στις SDF προέρχεται από την ανάγκη για συνεργασία με τις δυνάμεις αυτές στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), καθώς οι SDF έχουν αναδειχθεί ως ο πιο αξιόπιστος και αποτελεσματικός τοπικός σύμμαχος των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του ISIS στη βόρεια και ανατολική Συρία. Ωστόσο, αυτή η συνεργασία έχει προκαλέσει τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, δεδομένου ότι η Άγκυρα θεωρεί τις SDF και το ΡΚΚ ως αναπόσπαστο μέρος της ίδιας «τρομοκρατικής» απειλής.
Η Απειλή για την Τουρκία
Ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να προχωρήσει σε νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία, ώστε να εξαλείψει την απειλή που απορρέει από τις κουρδικές πολιτοφυλακές και να προστατεύσει την εθνική της ασφάλεια. Αυτές οι απειλές έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς η Τουρκία επιθυμεί να δημιουργήσει μια “ζώνη ασφαλείας” κατά μήκος των συνόρων της, όπου θα μπορούσε να απομακρύνει τις κουρδικές δυνάμεις και να εγκαταστήσει εκεί εκτοπισμένα άτομα, με στόχο την αποδυνάμωση των κουρδικών θέσεων και την ενίσχυση της τουρκικής στρατηγικής ασφάλειας στην περιοχή.
Η στρατηγική αυτή της Τουρκίας συνδυάζεται με την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της στην περιοχή και τη συνεργασία με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), μια ένοπλη συριακή αντιπολιτευόμενη ομάδα, που ενισχύεται από την Άγκυρα και λειτουργεί ως τοπικός σύμμαχος στη βόρεια Συρία. Η Τουρκία και οι FSA συνεχίζουν να ελέγχουν εκτάσεις στη βόρεια Συρία, ειδικά στην περιοχή δυτικά του Ευφράτη.
Η Στάση της Συρίας και του Αλ-‘Άσαντ
Από την πλευρά του, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ, πρόεδρος της Συρίας, έχει επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή του στη διατήρηση των τουρκικών στρατευμάτων στη συριακή επικράτεια. Η παρουσία των τουρκικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία θεωρείται παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Συρίας, και ο Αλ-Άσαντ έχει αποκλείσει επανειλημμένα οποιαδήποτε συνάντηση με τον Ερντογάν όσο τα τουρκικά στρατεύματα παραμένουν στην περιοχή. Η κυβέρνηση του Άσαντ προσπαθεί να επαναφέρει τον έλεγχο σε όλη τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί για την πιθανή αποσταθεροποίηση της βόρειας Συρίας λόγω της τουρκικής παρουσίας και των κουρδικών δυνάμεων.
Αυτό το αδιέξοδο μεταξύ Τουρκίας, Συρίας και ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τις εντάσεις γύρω από τις κουρδικές πολιτοφυλακές, συνεχίζει να συνιστά μια από τις πιο σύνθετες γεωπολιτικές προκλήσεις για τη Μέση Ανατολή, καθώς εμπλέκονται στρατηγικοί σύμμαχοι, τοπικές δυνάμεις και ανταγωνιστικά συμφέροντα που καθιστούν οποιαδήποτε προσπάθεια διπλωματικής επίλυσης δύσκολη και αβέβαιη.