Ο λύκος (ή συστηματικός ερυθηματώδης λύκος – ΣΕΛ) είναι μια χρόνια αυτοάνοση πάθηση που προκαλεί φλεγμονές σε διάφορους ιστούς και όργανα του σώματος, όπως τις αρθρώσεις, το δέρμα, τα νεφρά και την καρδιά. Αν και τα αίτια του λύκου δεν είναι απόλυτα κατανοητά, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορούν να συντελέσουν στην ανάπτυξή του. Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες περιλαμβάνουν γενετικές προδιαθέσεις, ορμονικές διαταραχές, περιβαλλοντικούς παράγοντες και το άγχος.
- Γενετικοί παράγοντες: Αν και ο λύκος δεν είναι αποκλειστικά κληρονομικός, φαίνεται να υπάρχει γενετική προδιάθεση. Όταν κάποιο μέλος της οικογένειας έχει λύκο, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για άλλα μέλη της οικογένειας να αναπτύξουν την πάθηση.
- Ορμονικές αλλαγές: Ο λύκος επηρεάζει συχνότερα τις γυναίκες, ειδικά στην αναπαραγωγική ηλικία, υποδεικνύοντας ότι οι ορμόνες, όπως τα οιστρογόνα, μπορεί να παίζουν ρόλο στην ανάπτυξή του. Οι ορμονικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της εμμηνόπαυσης ενδέχεται να ενεργοποιήσουν ή να επιδεινώσουν τα συμπτώματα του λύκου.
- Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Ορισμένοι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η υπερβολική έκθεση στον ήλιο, μπορούν να πυροδοτήσουν ή να επιδεινώσουν την ασθένεια σε άτομα που είναι γενετικά προδιατεθειμένα. Επίσης, λοιμώξεις, ορισμένα φάρμακα και το κάπνισμα θεωρούνται πιθανοί παράγοντες κινδύνου.
- Άγχος και συναισθηματική πίεση: Το συνεχές άγχος και οι συναισθηματικές εντάσεις μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση ή την επιδείνωση των συμπτωμάτων του λύκου, καθώς το άγχος μπορεί να επηρεάσει το ανοσοποιητικό σύστημα και να πυροδοτήσει φλεγμονώδεις αντιδράσεις.
Η συνδυασμένη επίδραση αυτών των παραγόντων μπορεί να προκαλέσει τη διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο αρχίζει να επιτίθεται στους δικούς του ιστούς, προκαλώντας τις φλεγμονές και τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του λύκου.