Η νόσος του Πάρκινσον προκαλεί σταδιακή απώλεια κινητικότητας και ανεξαρτησίας, κάτι που αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τα άτομα που πλήττονται. Τα κύρια συμπτώματα περιλαμβάνουν την ακαμψία των μυών, τη βραδυκινησία (αργή κίνηση) και το τρέμουλο, τα οποία καθιστούν δύσκολες καθημερινές δραστηριότητες όπως το περπάτημα, το φαγητό και το ντύσιμο. Η αίσθηση ότι το σώμα δεν υπακούει στις εντολές του ατόμου προκαλεί έντονη συναισθηματική φόρτιση και απογοήτευση.
Τα άτομα με Πάρκινσον αντιμετωπίζουν επίσης μη κινητικές εκδηλώσεις όπως κατάθλιψη, άγχος και γνωστική έκπτωση, που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους. Η απώλεια αυτονομίας και η ανάγκη για βοήθεια στις καθημερινές δραστηριότητες συχνά οδηγούν σε αίσθημα απομόνωσης και αδυναμίας, ενώ η κοινωνική αποστασιοποίηση μπορεί να εντείνει την ψυχική επιβάρυνση.
Επιπλέον, η αργή εξέλιξη της νόσου, με τα συμπτώματα να επιδεινώνονται σταδιακά, δημιουργεί αβεβαιότητα και φόβο για το μέλλον. Παράλληλα, η δυσκολία στην επικοινωνία και η έλλειψη συναισθηματικής έκφρασης προκαλούν προβλήματα στην κοινωνική αλληλεπίδραση, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους.
Η θεραπεία, η φυσιοθεραπεία και η ψυχολογική υποστήριξη είναι θεμελιώδης για τη διαχείριση των συμπτωμάτων και την ενίσχυση της ποιότητας ζωής. Η συνεχής υποστήριξη από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και από επαγγελματίες υγείας, βοηθά τα άτομα με Πάρκινσον να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητά τους και να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους και την ελπίδα για το μέλλον.