Ομιλία – αντιφώνηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του, «Πολιτική Θεολογία και Συνταγματική Ηθική» (εκδόσεις Αρμός), Αθήνα, ξενοδοχείο King George, 6.2.2025.
Η επικαιρότητα της πολιτικής θεολογίας και της συνταγματικής ηθικής.
Για να κάνω πιο ελκυστική την τελευταία φάση αυτής της συζήτησης θα αρχίσω με περιγραφές. Αναφέρθηκαν ήδη όσα μνημονεύονται στο βιβλίο για την εξόδιο ακολουθία της βασίλισσας Ελισάβετ, πριν από περίπου δύο χρόνια. Στη συνέχεια το διεθνές τηλεοπτικό κοινό παρακολούθησε την επίσημη στέψη και ενθρόνιση του βασιλιά Κάρολου. Είδαμε τις δύο κατεξοχήν μεσαιωνικές τελετές που διατηρούνται στην πολιτειακή πραγματικότητα της σημερινής Ευρώπης με ισχυρή την ανάμνηση και της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είδαμε λοιπόν να διαχωρίζεται το «διπλό σώμα» της βασίλισσας, να κηδεύεται, το corpus naturalis, το φθαρτό και νεκρό και όταν απεκδύεται από τα σύμβολα της μοναρχίας, τα σύμβολα αυτά παραδίδονται στον πρωθιερέα του βασιλικού παρεκκλησίου, άρα παραδίδονται στα χέρια της Εκκλησίας της Αγγλίας ώστε να παραδοθούν στον νέο βασιλιά το corpus naturalis του οποίου πρέπει δια των συμβόλων της μοναρχίας να «διπλασιαστεί» αποκτώντας και τη διάσταση του corpus mysticum.
Όταν κατεβαίνει το φέρετρο στην κρύπτη, ακούγεται ο ήχος της γκάιντας από τον μοναχικό οργανοπαίκτη που αποχωρεί και στη θέση που ήταν το φέρετρο στέκεται ο Κάρολος ως νέος Βασιλιάς, δίνοντας ένα άλλο corpus naturalis, στο corpus mysticum της βασιλείας, της μοναρχίας, που είναι η προσωποποίηση του κράτους. Ο κάθε αρχηγός κράτους, ακόμη και ο αιρετός, ακόμη και αυτός που έχει ελάχιστες αρμοδιότητες, προσωποποιεί, ενσωματώνει αυτό το corpus mysticum που μας παραπέμπει στην ευχαριστιακή θεολογία, διά της οποίας προσεγγίζουμε το νομικό πρόσωπο του κράτους, το οποίο από ένα σημείο και μετά αποκτά και χαρακτηριστικά δημοκρατικά μέσα από την ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού, ο οποίος εμπνέεται υποδορίως από το συνοδικό σύστημα διοίκησης της Εκκλησίας.
Η τελετή της ενθρόνισης, την οποία έχουμε δει και στη σειρά «Το Στέμμα» στο Netflix, όταν έγινε η στέψη / ενθρόνιση της βασίλισσας Ελισάβετ, νεαρής κοπέλας, είναι στην πραγματικότητα μία χειροθεσία θρησκευτική, που τελείται στο σολέα, μυστικά, όχι δηλαδή εις κοινή θέα και περιλαμβάνει χρίσμα / επάλειψη με μύρο, το οποίο στην προκείμενη περίπτωση ήταν μάλιστα μύρο ορθόδοξης παρασκευής. Άλλωστε υπό βυζαντινούς ύμνους τελέστηκε η πράξη του χρίσματος. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η νομιμοποιητική βάση του θεσμού διεκδικεί να είναι θρησκευτική. Παραπέμπει – για να απλουστεύσω και να επιταχύνω – σε μία κοινή πορεία δανείων και αντιδανείων μεταξύ εκκλησίας και πολιτειακής εξουσίας, που συγκροτούν
όχι την christianity, όχι τον χριστιανισμό ως θρησκεία αλλά το christendom ως μία πολύ μεγάλη επικράτεια, την επικράτεια της Δύσης.
Για να συγκροτηθεί αυτή η επικράτεια, πρέπει να συμπράξει το χριστιανικό δόγμα υπό διάφορες εκδοχές και η νεωτερικότητα από ένα σημείο και μετά. Το κράτος διαμορφώνεται από τον 11ο αιώνα και μετά σταδιακά αποκτά τις πλήρεις του έννοιες, δηλαδή βασικά την έννοια της κυριαρχίας, μέσα από τους θρησκευτικούς πολέμους εντέλει. Για αυτό πολύ ορθά ο Άγιος Περιστερίου μας εξήγησε πώς αυτό το σύγχρονο δυτικό κράτος που βρίσκεται στην καρδιά της Δύσης – γιατί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος μας βρίσκεται η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική, ο δυτικός κόσμος – μέσα από τους θρησκευτικούς πολέμους, μέσα από την ειρήνη της Βεστφαλίας, είναι το Βεστφαλικό κράτος. Το βεστφαλικό δόγμα βεβαίως ( cujus regio, ejus religio) μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα, δηλαδή ενώ βλέπουμε ότι αυτός που έχει την εξουσία, το βασίλειο, επιβάλλει τη θρησκεία του ως θρησκεία του βασιλείου, στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι μπορεί να έχει συμβεί και το αντίστροφο, αυτός να υπάρχει ως ηγεμόνας επειδή η θρησκεία του, του επέτρεψε να επιβληθεί ως τέτοιος.
Η πολιτειολογική πολιτική θεολογία εμφανίζεται υπό πάμπολλες εκδοχές σε όλη τη φιλοσοφική αναζήτηση που μας οδηγεί στη νεωτερικότητα, καθώς πολλοί συνεισφέρουν εκδοχές ενός θεολογικά επηρεασμένου πολιτικού -φιλοσοφικού λόγου. Ο Χομπς εισφέρει τον Λεβιάθαν ο οποίος είναι η μεγάλη οντότητα που εικονογραφικά απαρτίζεται από τους μικρούς ανθρώπους που συγκροτούν το σώμα του. Ο Ρουσσώ μιλά για μία région civile, για μία αστική πολιτική θεολογία. Ο Χέγκελ είναι ο κατεξοχήν εκπρόσωπος μίας θεολογικής φιλοσοφίας.Η laïcité της γαλλικής επανάστασης είναι πολιτική θρησκεία, δεϊσμός, συγκροτεί μία ολόκληρη πολιτική θεολογία. Ο Καντόροβιτς εισφέρει την πληρέστερη κατά τη γνώμη μου ανάλυση των διαδρομών συγκρότησης του μεσαιωνικού κράτους. Πίσω από το «διπλό σώμα του βασιλιά» υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό η επεξεργασία της ευχαριστιακής θεολογίας που καλλιέργησε ο Ιωάννης Ζηζιούλας, αλλά αναφέρω στο βιβλίο τον Ανρί ντε Λυμπάκ, που επηρέασε τον Καντόροβιτς και είναι, μεταξύ άλλων, ο τελευταίος καρδινάλιος ο οποίος αρνείται να χειροτονηθεί επίσκοπος και μετέχει στο σώμα των καρδινάλιων, αλλά όχι με δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή του Πάπα, γιατί ήδη έχει ξεπεράσει το όριο ηλικίας όταν ονομάζεται, αλλά είναι καρδινάλιος χωρίς να είναι επίσκοπος.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθούμε αυτά τα συνεχή δάνεια και αντιδάνεια τα οποία βρίσκονται μέσα στα ιστορικά φαινόμενα και μέσα στις θεωρητικές έννοιες, διότι η πολιτειολογική πολιτική θεολογία δεν βρίσκεται μόνο μέσα στην έννοια της κυριαρχίας ή μέσα στην έννοια του κοινοβουλευτισμού ή μέσα στην έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι στην πραγματικότητα μία συνεπαγωγή που απορρέει από τη θεολογία του προσώπου ή από το τριαδολογικό δόγμα, αλλά βρίσκεται μέσα στις καταστάσεις, μέσα στο γεγονός πρωτίστως ότι υπάρχει το κράτος, ότι υπάρχει τελικά η φιλελεύθερη δημοκρατία.
Έρχομαι στις ημέρες μας για να μη σας κουράζω, είδαμε τις βρετανικές σκηνές της πολιτικής θεολογίας, της νομιμοποίησης δηλαδή, οι οποίες ανάγονται σε έναν ολόκληρο εκκλησιαστικό δόγμα, διότι ο βρετανός βασιλιάς και αρχηγός τη Αγγλικανικής Εκκλησίας, αλλά και ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών στις 20 Ιανουαρίου ορκίστηκε για να αναλάβει τα καθήκοντά του, ορκίστηκε, δηλαδή μετείχε σε μία τελετή η οποία ενέχει έναν μυστικισμό, μία δήλωση πίστης, παρά την περιβόητη establishment clause που κυριαρχεί στο αμερικανικό Σύνταγμα ως κανόνας απόλυτης θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους. Ορκίστηκε επί της Βίβλου ως χριστιανός προτεστάντης. Στην αλληλουχία των Προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών δύο μόνο είναι οι καθολικοί Πρόεδροι, ο Κένεντι και ο Μπάιντεν. Στα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών της τελευταίας τριακονταετίας, εάν ψάξουμε τους ηττημένους θα δούμε ότι συχνά οι ηττημένοι είναι ουγενότοι, Γάλλοι προτεστάντες, διότι είναι μεν état laïque η Γαλλία και ισχύει η παράδοση της γαλλικής επανάστασης, αλλά η Γαλλία είναι η μεγάλη κόρη, la fille aînée της καθολικής Εκκλησίας.
Ορκίζεται λοιπόν ο Τραμπ ενώπιον του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά επί της Βίβλου και την επόμενη ημέρα το πρωί πηγαίνουν όλοι στη δοξολογία στον καθεδρικό ναό, τον διαδογματικό καθεδρικό ναό της Ουάσινγκτον και εκεί είναι αναγκασμένος να ακούσει την Επισκοπελιανή Επίσκοπο της Ουάσινγκτον, να τον καταγγέλλει για τις βασικές του εξαγγελίες, που αφορούν την απέλαση των μεταναστών και το executive order που είναι συνέχεια του βασιλικού προνομίου του βρετανικού, με την οποία απαγορεύει κατά παράβαση του Συντάγματος να λάβουν τα αμερικανική ιθαγένεια τα παιδιά που γεννιούνται σε αμερικανικό έδαφος, με βάση το περιβόητο jus soli και αντιδικεί με τον Πρόεδρο η επίσκοπος. Προσέξτε τώρα, και το εκκλησιολογικό ζήτημα και το πολιτικό ζήτημα, τι σημαίνει σύγχρονη πολιτική θεολογία, ο Πρόεδρος είναι από κάτω, πανίσχυρος και μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του και στον άμβωνα είναι μία γυναίκα που είναι επίσκοπος και εκπροσωπεί την Επισκοπελιανή Εκκλησία, δηλαδή την Αγγλικανική, την Εκκλησία της μητέρας πατρίδας, από την οποία αποσχίστηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες με την επανάσταση της ανεξαρτησίας και αυτή του επισημαίνει την ανάγκη να τηρήσει το Σύνταγμα και τη συνταγματική ηθική της νεωτερικότητας. Όχι ένα φυσικό Δίκαιο Συνταγματικό, αλλά τους κανόνες που απορρέουν από το κεκτημένο της συνταγματικής νεωτερικότητας. Αυτός την καλεί, όταν το σκέφτεται ψυχραιμότερα και καλύτερα, να του ζητήσει συγνώμη και η επίσκοπος δεν του ζητά συγνώμη.
Αυτή είναι η σύγχρονη εκδοχή της πολιτικής θεολογίας και της συνταγματικής ηθικής. Σε αυτή τη σκηνή αποτυπώνεται όλος ο προβληματισμός. Όλα όσα συζητάμε παγκοσμίως τις τελευταίες 20 ημέρες είναι πολιτική θεολογία και συνταγματική ηθική. Οι τρανσέξουαλ θα έχουν θέση στον στρατό; Θα γυρίσουν στον στρατό και τις δημόσιες υπηρεσίες οι αντιεμβολιαστές; Τι θα απογίνει με τις αμβλώσεις; Ισχύει το Διεθνές Δίκαιο; Υπάρχει κυριαρχία και κυρίαρχο κράτος; Μπορεί ο Πρόεδρος Τραμπ να πάρει την Γροιλανδία; Μπορεί να ζητά από τον Καναδά να γίνει η 51η πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών; Μπορεί να
αμφισβητεί το δικαίωμα των Παλαιστινίων να υπάρχουν στη Γάζα; Να την καταλάβει; Να γίνει, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που ο Βασίλης Παϊπάης γνωρίζει πάρα πολύ καλά και απασχολεί συχνά τους ασχολούμενους με την πολιτική θεολογία, μπορεί να γίνει ο «κατέχων» σύμφωνα με την Παύλεια έννοια, στην προς Θεσσαλονικείς Β΄ Επιστολή; Με όποια εκδοχή και εάν έχει η έννοια το κατέχον / ο κατέχων στην Παύλεια ορολογία.
Αυτά που είναι θέματα κυριαρχίας, Διεθνούς Δικαίου, διεθνούς νομιμότητας, Δύσης, ηγεμονίας της Δύσης, υπόστασης της Δύσης, που είναι η christendom στην πραγματικότητα, είναι πολιτική θεολογία με τη διπλή έννοια του όρου. Όπως την εννοούμε εμείς θύραθεν, διότι πρέπει να καταλάβουμε ότι οι έννοιές μας είναι θρησκευτικά επηρεασμένες επειδή ο διαφωτισμός είναι χριστιανικά επηρεασμένος και επειδή η νεωτερικότητα και το κεκτημένο της έχει χριστιανικές καταβολές, αλλά και ως πολιτική θεολογία, θεολογική, δηλαδή ως αναζήτηση μίας πολιτικής επαγγελίας του θεολογικού λόγου. Μίας πολιτικής επαγγελίας του Ευαγγελίου που αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να έχει μία επαφή με την Ιστορία, όχι, όπως ειπώθηκε, επειδή περιορίζεται μέσα στα όρια του ιστορικού χρόνου, έστω του μακρού ιστορικού χρόνου, αλλά γιατί εάν φύγει από τον ιστορικό χρόνο δεν επικοινωνεί με το πλήρωμα, δηλαδή δεν μπορεί να συγκροτηθεί το corpus mysticum, το οποίο ανανεώνεται μεν αλλά είναι κάθε φορά και συγκεκριμένο και αφηρημένο και τοπικό και καθολικό.
Άρα έχει μεγάλη σημασία αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο, διότι ναι, βεβαίως σκέφτονται με όρους εσχατολογικούς οι θεολόγοι, εμείς με όρους ιστορικούς, θύραθεν. Αλλά ακόμη και όταν σκέφτεσαι με όρους εσχατολογικούς, ακόμη και όταν μπορείς να διαφύγεις επικαλούμενος κάτι που μπορεί να μην αποδειχθεί ποτέ λογικά ή ιστορικά ή να μην απαντηθεί μέσα σε μία προσδοκία, η οποία μετατίθεται χρονικά, βρίσκεσαι σε επαφή με μια ιστορική πραγματικότητα. Ο Απόστολος Παύλος όταν έγραψε την Β΄ προς Θεσσαλονικείς επιστολή, έπρεπε να απαντήσει στην αγωνία των αποδεκτών ότι επίκειται η δευτέρα παρουσία, άρα αυτό είναι ένα συνεχές παιχνίδι με τον χρόνο, με τον άχρονο χρόνο και με τον αχώρητο χώρο. Ο δικός μας λοιπόν χώρος ο οποίος είναι οριοθετημένος μέσα στα όρια των επικρατειών και επικοινωνεί με την Ιστορία, αναπαύεται μέσα στην Ιστορία. Η εσχατολογική προσέγγιση είναι πολύ πιο απαιτητική αλλά μπορεί και να διαφεύγει με μεγαλύτερη ευκολία, γιατί δεν έχει αποδεικτικές υποχρεώσεις, γιατί εντέλει πρέπει να πιστεύεις. Αλλά και ο Θωμάς δεν έπαψε να είναι μαθητής, ο δύσπιστος, διότι στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας έπαιξε έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο, έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο Ιησούς ανεστήθη εν ετέρα μορφή και αφής στιγμής μπορείς να έχεις τον Ιησού εν ετέρα μορφή και τον Θωμά να αναζητεί τον τύπο των ήλων, βεβαίως είσαι υποχρεωμένος να αποδεχθείς ότι μετέχεις σε μία διαδικασία η οποία έχει και αποδεικτικά χαρακτηριστικά.
Όλα αυτά βεβαίως μπορούν να αντιμετωπίζονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αλλά πάντως επικοινωνούν μεταξύ τους. Από την άλλη μεριά αντιλαμβανόμαστε ότι όταν η Εκκλησία αγωνίζεται να επικοινωνήσει με τον κόσμο και να απαντήσει στα συγκεκριμένα ερωτήματα τα
οποία είναι επιτακτικά, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό ερωτήματα ηθικά, ερωτήματα βιοηθικά, έχει από ένα σημείο και μετά δυσκολία να μιλήσει με σαφή λόγο, διότι βεβαίως πρέπει να διατηρήσει και όλη αυτή την ασάφεια που επιβάλλει η εσχατολογική προσέγγιση. Όμως τα ερωτήματα της θεολογικής πολιτικής θεολογίας που έχουν σχέση με τη δημοκρατία, με τα ανθρώπινα δικαιώματα, με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ερωτήματα τα οποία, παρά τη δυσκολία, πρέπει να απαντώνται.
Πώς μας βοηθά τώρα η συγκυρία η ιστορική; Μας βοηθά μέσω της Ουκρανίας. Στην Ουκρανία και στο αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τα βλέπουμε συμπυκνωμένα όλα. Καταρχάς η αυτοκεφαλία τι είναι; Είναι αυτό που είπε ο Άγιος Περιστερίου και το λέω πολλές φορές μέσα στο βιβλίο και σε άλλα κείμενα που δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο, η αυτοκεφαλία είναι η ορθόδοξη Βεστφαλία. Υπάρχει ένας εκκλησιολογικός βεστφαλισμός, έχουμε εθνικές Εκκλησίες όπως είχαμε εθνικά κυρίαρχα κράτη. Αυτό διασώζει την Ορθοδοξία αλλά ταυτόχρονα και την καθηλώνει, διότι υπάρχει ένα πρόβλημα συντονισμού, πρωτείου εάν θέλετε και όπως ξέρετε το πρωτείο από εκεί που ήταν ένα πρόβλημα της Δυτικής Εκκλησίας, έγινε ένα πρόβλημα της Ανατολικής Εκκλησίας. Αναζητώντας τη θεμελίωση του πρωτείου, αναγόμαστε εντέλει στο τριαδικό δόγμα.
Θύμισε ο Βασίλης Παϊπάης τις μεγάλες απαντήσεις που δόθηκαν στον Καρλ Σμιτ, μετά τη δημοσίευση του δοκιμίου του 1922 περί πολιτικής θεολογίας, από τον Μπλούμενμπεργκ για τη νεωτερικότητα και από έναν βαθυστόχαστο θεολόγο, τον Έρικ Πέτερσον, που ήταν προτεστάντης την εποχή εκείνη και έγραψε τον «μονοθεϊσμό ως πολιτικό ζήτημα» και στη συνέχεια έγινε καθολικός και πέθανε στη Ρώμη ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο. Ο Πέτερσον απάντησε στον Σμιτ ότι είναι αδύνατη η πολιτική θεολογία, αλλά αναφέρεται στη θεολογική πολιτική θεολογία. Δεν υπάρχει πολιτική θεολογία υπό την έννοια ότι η θεολογική πολιτική θεολογία μέσα στην εσχατολογική της προοπτική δεν μπορεί να καθηλωθεί στα όρια της Ιστορίας, έστω και εάν η ιστορία αυτή είναι μία ιστορία φρικιαστική, είναι ιστορία που αναδεικνύει τον ναζισμό και τον φασισμό και το Ολοκαύτωμα τελικά, γιατί όλη αυτή η συζήτηση οδηγεί στο Ολοκαύτωμα σε σχέση με την πολιτική θεολογία.
Για αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να τα ξαναδούμε όλα αυτά. Φυσικά δεν είχα την ψευδαίσθηση ότι με μία συλλογή δοκιμίων και κάποιων μελετών που είναι υπομνηματισμένες, περίπου το ένα τρίτο των κειμένων, και με μία εισαγωγή θα δώσω απάντηση στα ερωτήματα αυτά, απλώς ήθελα να ενεργοποιήσω μία δημόσια συζήτηση και μία επικοινωνία. Μία επικοινωνία η οποία πρέπει να γίνεται στο πεδίο του δημοσίου λόγου, στο δημόσιο forum. Το Σύνταγμα είναι όμως αυτό που σε τελευταία ανάλυση, προστατεύοντας τη θρησκευτική ελευθερία, προστατεύει και τη δυνατότητα της Εκκλησίας ως υποκειμένου της θρησκευτικής ελευθερίας, όχι ως Εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας, να διατυπώνει το λόγο της σε αυτό το διασφαλισμένο και εγγυημένο πολυφωνικά και συνταγματικά δημόσιο forum.