16 C
Athens
Πέμπτη, 30 Ιανουαρίου, 2025

Παραδοχή Στουρνάρα (ΤτΕ): Ο πληθωρισμός «χτύπησε» τους φτωχότερους πολίτες

H αύξηση των τιμών επιβαρύνει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους και επηρεάζονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και στα είδη πρώτης ανάγκης, παραδέχθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας.
Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε πως το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση (περιλαμβάνει ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα θέρμανσης) των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58% των δαπανών τους, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36%. Ομοίως, η άνοδος στις τιμές των ακινήτων και των ενοικίων οξύνει το πρόβλημα της στέγασης για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Στην ομιλία του στο Ελληνογαλλικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, υπογράμμισε πως η υποχώρηση του πληθωρισμού δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το γενικό επίπεδο των τιμών θα μειωθεί.
«Σε κάποια προϊόντα πάντως, όπως καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, οι τιμές έχουν πράγματι υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα του 2022. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών επηρέασαν περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα, ιδιαίτερα όσον αφορά τον πληθωρισμό των ειδών διατροφής, καθώς και τις δαπάνες για στέγαση και ενέργεια», πρόσθεσε.

Αισιοδοξία για την ελληνική οικονομία

Οι εγχώριες οικονομικές εξελίξεις παραμένουν θετικές σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, εκτίμησε ο κ. Στουρνάρας.
«Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα το 2024 και συνεχίζει να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ευρωζώνης, παρά την περιοριστική νομισματική πολιτική και τις γεωπολιτικές αναταράξεις. Επισημαίνεται ότι οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας τους πρώτους εννέα μήνες του 2024, σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη πληροφόρηση και τους πρόδρομους δείκτες για το τελευταίο τρίμηνο του έτους, οδηγούν την πρόβλεψη για τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2024, όταν για το σύνολο της ευρωζώνης αναμένεται ρυθμός 0,7%.
Βασική συνιστώσα της ανάπτυξης ήταν η εγχώρια ζήτηση, προερχόμενη κυρίως από την ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και από τις επενδύσεις. H συμβολή του εξωτερικού τομέα ήταν αρνητική, καθώς οι εξαγωγές αγαθών εκτιμάται ότι επηρεάστηκαν από την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα καταγράφηκε άνοδος των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών», σημείωσε.
Το 2025 η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,5%, σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνον της ευρωζώνης (1,1%). Το γεγονός αυτό ενισχύει τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας προς τα μέσα επίπεδα της ΕΕ, διαδικασία που διακόπηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους που βίωσε η ελληνική οικονομία.
Για το 2025, οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι επενδυτικές δαπάνες, χάρη και στη συνεισφορά των ευρωπαϊκών κονδυλίων, και ειδικότερα του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), και η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος από την άνοδο της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών και από την περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού, υπογράμμισε ο διοικητής της ΤτΕ.
Επιπλέον, η αναμενόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ (κάτω από 150%) το 2025, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, παράλληλα με την επίτευξη πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και σε σταδιακές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες θα ενισχύσουν τόσο τη διαθεσιμότητα όσο και τους όρους χρηματοδότησης για τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα.

Μακροοικονομικό περιβάλλον και επιδράσεις στο εισόδημα των νοικοκυριών

«Από τη σκοπιά του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, παρατηρείται αύξηση τόσο σε ονομαστικούς όρους όσο και σε πραγματικούς όρους, τα τελευταία χρόνια, η οποία υποστηρίζεται από την άνοδο της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών, καθώς και από τη σταδιακή υποχώρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα κάτω από 3%.
Επιπρόσθετα, από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση έχει υλοποιήσει σημαντικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη των εισοδημάτων των ευάλωτων νοικοκυριών. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα διαδοχικά κυβερνητικά μέτρα στήριξης των συνταξιούχων, οι αυξήσεις που δόθηκαν στους δημοσίους υπαλλήλους και κυρίως οι διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, που οδήγησαν σε σωρευτική αύξησή του κατά 48% την τελευταία εξαετία. Ωστόσο, σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, οι μισθοί παρέμειναν σχετικά σταθεροί σε ονομαστικούς όρους, ενώ σε πραγματικούς όρους μειώθηκαν σημαντικά λόγω του πληθωρισμού.
Παράλληλα, καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, το οποίο μειώθηκε πρόσφατα σε μονοψήφιο επίπεδο για πρώτη φορά από το 2009, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού», ανέφερε.

Μεταρρυθμιστική προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής οικονομίας

Συνέχισε λέγοντας πως «σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες, σημαντικές αβεβαιότητες, η ενδυνάμωση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας αποτελεί καταλύτη για την περαιτέρω θωράκιση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια πρέπει να εστιάσουν σε κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές και στην προώθηση της καινοτομίας που θα ενισχύσουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας.
Βασική προτεραιότητα είναι η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, με στόχο τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την προσέλκυση επενδύσεων, αξιοποιώντας μέτρα όπως η ψηφιοποίηση των διαδικασιών, η αναδιοργάνωση των δικαστηρίων (με την εφαρμογή του νέου δικαστικού χάρτη) και η προώθηση εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών.
Παράλληλα, για να μειωθεί η εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό και να διασφαλιστεί η χρηματοδότηση επενδύσεων, είναι απαραίτητη η τόνωση της αποταμίευσης (κυρίως των νοικοκυριών), μέσω μέτρων όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίων, η υποστήριξη της ιδιωτικής ασφάλισης και του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και η προώθηση του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού.
Επίσης, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, με την εξάλειψη περιοριστικών πρακτικών, την κατάργηση και των υπόλοιπων εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων σε διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η μείωση της γραφειοκρατίας και η αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση, μέσω ψηφιοποίησης και απλοποίησης των διαδικασιών, θα υποστηρίξουν την επιχειρηματικότητα.
Πέρα όμως από τις δράσεις των ίδιων των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, απαιτείται κρατική παρέμβαση με επιδοτήσεις και φορολογικά κίνητρα ώστε να ενθαρρυνθεί η δημιουργία ενός οικοσυστήματος καινοτομίας με συνεργασίες μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών ιδρυμάτων και πανεπιστημίων για να προωθηθεί η βασική έρευνα, αλλά και η εμπορική της αξιοποίηση.
Στην αγορά εργασίας, η αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα των γυναικών και των νέων, και η ένταξη των μεταναστών είναι κρίσιμες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των ελλείψεων προσωπικού και την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Επιπλέον, η ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων και η επένδυση σε εκπαίδευση και κατάρτιση είναι αναγκαίες για την προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις και τη δημιουργία μιας ανθεκτικής οικονομίας».

Συντάκτης

Δείτε Επίσης

Τελευταία άρθρα