Μια πρόσφατη μελέτη που βασίστηκε σε ομάδες εστίασης με εφήβους που αντιμετωπίζουν ανησυχίες σχετικά με την περίοδό τους ανέδειξε σοβαρές προκλήσεις που συχνά αγνοούνται ή υποβαθμίζονται, με σημαντικές επιπτώσεις στην καθημερινότητά τους. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι οι έφηβοι αισθάνονται πως οι δυσκολίες τους γύρω από την εμμηνόρροια δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, οδηγώντας σε σωματικά, συναισθηματικά και κοινωνικά προβλήματα.
Ένας από τους κύριους προβληματισμούς που αναδείχθηκαν είναι η αντίληψη ότι τα παράπονα των εφήβων σχετικά με την περίοδό τους συχνά απορρίπτονται ως «φυσιολογικά». Πολλοί συμμετέχοντες εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για το γεγονός ότι ο έντονος πόνος, η βαριά ροή ή οι ακανόνιστοι κύκλοι αντιμετωπίζονται με απάθεια από ενήλικες, όπως γονείς, δασκάλους ή επαγγελματίες υγείας. Οι δηλώσεις όπως «είναι φυσιολογικό, θα το συνηθίσεις» ή «έτσι είναι η περίοδος» τους δημιουργούν αίσθηση αδιαφορίας και απογοήτευσης. Ως αποτέλεσμα, πολλοί έφηβοι διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια ή καθοδήγηση, με αποτέλεσμα να βιώνουν τις δυσκολίες μόνοι τους.
Η μελέτη ανέδειξε επίσης την έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης σχετικά με την εμμηνόρροια. Οι περισσότεροι έφηβοι δεν είναι σίγουροι για το τι θεωρείται «φυσιολογικό» και τι μπορεί να αποτελεί ένδειξη για κάποιο πρόβλημα που χρειάζεται ιατρική παρέμβαση. Η σύγχυση αυτή, σε συνδυασμό με τον κοινωνικό στιγματισμό γύρω από την περίοδο, εντείνει την αίσθηση ντροπής και αποτρέπει τους εφήβους από το να εκφράσουν ανοιχτά τις ανησυχίες τους. Πολλοί ανέφεραν ότι αποφεύγουν να μιλήσουν ακόμη και με κοντινούς ανθρώπους λόγω φόβου ότι θα τους κρίνουν ή δεν θα τους καταλάβουν.
Οι κοινωνικές και συναισθηματικές επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σοβαρές. Οι έφηβοι που συμμετείχαν στη μελέτη δήλωσαν ότι χάνουν μαθήματα, σχολικές δραστηριότητες, αθλητικές εκδηλώσεις και κοινωνικές εξόδους λόγω των συμπτωμάτων της περιόδου. Η απουσία αυτή μπορεί να επηρεάσει την ακαδημαϊκή τους πρόοδο και την προσωπική τους ανάπτυξη. Παράλληλα, η συναισθηματική πίεση του να διαχειρίζονται τα συμπτώματα χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη οδηγεί σε άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αισθήματα απομόνωσης.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, η μελέτη προτείνει μια ολιστική προσέγγιση που περιλαμβάνει καλύτερη ενημέρωση, ανοιχτή επικοινωνία και υποστήριξη από το οικογενειακό, σχολικό και ιατρικό περιβάλλον. Τα σχολεία μπορούν να συμβάλουν σημαντικά, προσφέροντας ολοκληρωμένα προγράμματα εκπαίδευσης για την εμμηνόρροια και ενθαρρύνοντας τον διάλογο γύρω από την υγεία των εφήβων. Οι επαγγελματίες υγείας πρέπει επίσης να υιοθετήσουν μια πιο προσεκτική και ενσυναισθητική προσέγγιση για την κατανόηση και αντιμετώπιση των ανησυχιών των νέων.
Συνολικά, η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να ακουστούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες των εφήβων σχετικά με την εμμηνόρροια, ώστε να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την καθημερινότητά τους.