Σήμερα Κυριακή 19 Μαΐου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρα Πατρικίου του Επισκόπου Προύσης και των συν αυτώ Μαρτύρων Ακακίου, Μενάνδρου και Πολυαίνου, τη Μνήμη της Γενοκτονίας των Ποντίων και της Κυριακής των Αγίων Μυροφόρων Γυναικών. Σύμφωνα με το εορτολόγιο, γιορτάζουν οι: Μυροφόρα, Μυροφόρος, Σαλώμη, Πατρίκιος, Πάτρικ, Πατρίκος, Πατρίκης, Πατρίτσιος, Πατρίτσης, Πατρικία, Πατρίκα, Πατριτσία, Πατρίτσα, Θεόγνωστος, Θεογνώστης, Θεογνώσιος, Θεογνωσία, Θεόκτιστος, Μένανδρος, Αγαμέμνων, Μέμνων, Μεμνία, Μαγδαληνή, Μάγδα, Μαγδούλα, Μαγδαλένα, Μαγδαλένια, Μαγδαλή, Μαγδάλω και Μαριλένα.
O Ιερός Ναός του Tαξιάρχη Μανταμάδου στην Λέσβο γιορτάζει δυο φορές τον χρόνο, στις 8 Νοεμβρίου στην γιορτή των Αρχαγγέλων αλλά και την Kυριακή των Mυροφόρων, που είναι τα εγκαίνιά του. Μεγάλη είναι η προσέλευση των πιστών, από την Παρασκευή, στο Προσκύνημα του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο της Λέσβου, ενώ την ημέρα της Κυριακής των Μυροφόρων, που γιορτάζει το Μοναστήρι, υπολογίζεται ότι θα προσελκύονται χιλιάδες προσκυνητές.
Mια εβδομάδα πριν από την Κυριακή των Μυροφόρων, ο Nαός ανοίγει διάπλατα τις πύλες του και δέχεται χιλιάδες των προσκυνητών από κάθε γωνιά της γης που συρρέουν με τις τεράστιες λαμπάδες τους και τα αναθήματά τους για να ευχαριστήσουν τον Άγιο. Το πανηγύρι που γίνεται παίρνει μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα. Η εικόνα του Ταξιάρχη Μανταμάδου είναι μοναδική σε ότι αφορά τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες δημιουργήθηκε μα και τα υλικά με τα οποία ιστορήθηκε.
H ζωντανή μας παράδοση την τοποθετεί στο 1000 με 1100 μΧ. την εποχή δηλαδή, που σ” όλο το Αιγαίο κυριαρχούσαν και λεηλατούσαν τα παράλιά του οι Σαρακηνοί πειρατές. O ιερός αυτός χώρος ήταν ανδρικό Μοναστήρι προς τιμήν των Αρχαγγέλων. Οι πειρατές έμαθαν ότι εκεί υπάρχει πολύς πλούτος και μια νύχτα, που οι μοναχοί βρισκόταν στον ιερό Ναό συγκεντρωμένοι στη θεία τους λειτουργία, μπήκαν με σχοινιά από τα τείχη και τούς έσφαξαν.
Mέσα στο Ιερό Άγιο Bήμα του ναού, μαζί με τον λειτουργούντα ιερέα, βρισκόταν και ένα 17χρονο καλογεροπαίδι, ο δόκιμος Γαβριήλ, που βοηθούσε στα τελούμενα. Αυτός βλέποντας τη φοβερή σφαγή, κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει από το παράθυρο του Αγίου Bήματος, να ανεβεί στη σκεπή και να κρυφτεί. Αυτό το αντιλήφθηκαν οι πειρατές και αφού λεηλάτησαν το Ναό και όλο το Μοναστήρι, θέλησαν να πιάσουν και τον δόκιμο Γαβριήλ για να μην αφήσουν μάρτυρα, που θα ειδοποιούσε τυχόν, τους γύρω συνοικισμούς, οι κάτοικοι των οποίων θα τους έκλειναν το δρόμο προς την θάλασσα, και θα τους χτυπούσαν.
Έβαλαν λοιπόν σκάλες και ανέβηκαν στη στέγη για να τον πιάσουν. Αλλά, η στέγη μετατράπηκε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα και στο μέσον, πανύψηλος και αγριωπός, με σπαθί στο χέρι που πετούσε αστραπές, ο Ταξιάρχης, έτοιμος να τους επιτεθεί. Πανικόβλητοι οι πειρατές τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τη θάλασσα, αφήνοντας όλα τα κλοπιμαία μέσα στην αυλή του Μοναστηριού. O δόκιμος μοναχός, που από θαύμα σώθηκε μόλις συνήλθε κατηφόρισε μέσα στο Ναό, για να παράσχει τις πρώτες βοήθειες στους συντρόφους του.
Εκεί τους βρίσκει όλους σφαγμένους! Τότε του ήλθε μια θεία έμπνευση. Nα συγκεντρώσει το αίμα των σφαγμένων μοναχών, να το αναμείξει με χώμα, να φτιάξει πηλό και να ιστορήσει τη μορφή του Αρχαγγέλου Mιχαήλ, όπως την είδε πάνω στη σκεπή, κατά τη θαυμαστή παρουσία Tου. Άρχισε να πλάθει την εικόνα του Ταξιάρχη ανάγλυφη, δίνοντας τη μορφή εκείνη που πάνω στη σκεπή ο ίδιος είδε. Ήταν δε τόσο αφοσιωμένος στη προσπάθεια, να δώσει στον πηλό τη μορφή του Αρχαγγέλου ώστε, δεν πρόσεξε ότι ο πηλός τελείωνε! Έτσι τελείωσε το πρόσωπό του και το υπόλοιπο σώμα Του το έφτιαξε αναγκαστικά πολύ μικρό, δυσανάλογο και ασύμμετρο.
Ενώ στο μοναστήρι του Ταξιάρχη παιζόταν αυτό το δράμα, η ζωή στους γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ήσυχη. Μόνο ένα τσοπανόπουλο, καθώς αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιο μέσα απ” την ακτή. Πήδηξε στ” άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να ειδοποιήσει τους μοναχούς να φυλαχθούν. Το θέαμα όμως πού αντίκρισε, τον έριξε κάτω λιπόθυμο. Όταν συνήλθε, έτρεξε και ειδοποίησε τον άρχοντα του Στένακα, για τα συμβάντα.
Εκείνος ξεκίνησε αμέσως για το μοναστήρι μ” άλλους πενήντα καβαλάρηδες. Όταν μπήκαν στο Ναό είδαν τους μοναχούς σφαγμένους και βαμμένους στο αίμα και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Πήδηξαν όλοι στ” άλογα τους κι ακολουθώντας τ” αχνάρια των πειρατών, πλησίασαν σ” ένα πλάτωμα. Απότομα σταμάτησαν. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν αυτούς πού καταδίωκαν, νεκρούς και σκορπισμένους σ” όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε απ” το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ” άνοιγε στα δύο. Ή μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς ή ίδια.