14.6 C
Athens
Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου, 2025

Στουρνάρας (ΤτΕ): Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών έσωσε τις καταθέσεις των πολιτών

Στις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι ελληνικές τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης, αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνο-Iσραηλινού Επιμελητηρίου Εμπορίου και Τεχνολογίας με θέμα «Ανάπτυξη και Ρόλος των Τραπεζών και Μεσοπρόθεσμες Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας».
Υπογράμμισε ωστόσο ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, καθώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας.
Αναλυτικά, ολόκληρη η ομιλία του κ. Στουρνάρα:

Είναι μεγάλη μου χαρά που βρίσκομαι εδώ σήμερα για να συζητήσουμε τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, της ελληνικής οικονομίας και τις διμερείς οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Ισραήλ. Η φιλία των δύο κρατών είναι πολυετής, ενώ η πολυεπίπεδη συνεργασία μας αναπτύχθηκε περαιτέρω τα τελευταία χρόνια. Η στρατηγική σχέση Ισραήλ και Ελλάδος, βασισμένη στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, τον σεβασμό και τις κοινές προτεραιότητες, αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και μοχλό ανάπτυξης τόσο για τις δύο χώρες όσο και για την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

1. Ανάπτυξη και ρόλος των τραπεζών στην ελληνική οικονομία

Η ευρωστία του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται σε άμεση και αμφίδρομη σχέση με τη διαμόρφωση θετικών προοπτικών στην οικονομία. Οι υγιείς τράπεζες στηρίζουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε κεφάλαια, ιδίως σε μικρές οικονομίες όπως η ελληνική και, επομένως, στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, μια εύρωστη, αναπτυσσόμενη οικονομία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για έναν υγιή τραπεζικό τομέα.
Η κρίση στην ελληνική οικονομία ξεκίνησε ως κρίση δημόσιου χρέους και κατόπιν έγινε χρηματοπιστωτική κρίση. Στις άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης που υπήχθησαν και αυτές σε προγράμματα προσαρμογής, συνέβη το αντίθετο. Παρά όμως τα προβλήματα που κληρονόμησαν από την κρίση χρέους, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης, οι τράπεζες στην Ελλάδα έχουν ανακάμψει πλήρως και προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό τους, εστιάζοντας στην ψηφιακή μετάβαση. Μέσα από προηγμένες υπηρεσίες, όπως online συναλλαγές και καινοτόμες εφαρμογές, διευκολύνουν την πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικές λύσεις, ενώ υποστηρίζουν την πράσινη ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση έργων υποδομής. Επιπλέον, ενισχύουν την καινοτομία χρηματοδοτώντας νεοφυείς επιχειρήσεις και εταιρίες που επιδιώκουν εκσυγχρονισμό ή επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Με τη στρατηγική αυτή, οι τράπεζες αποτελούν πυλώνα σταθερότητας και μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες διευκολύνουν την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, ενισχύοντας τη διαφάνεια των συναλλαγών μέσω ψηφιακών υποδομών. Η προώθηση ηλεκτρονικών πληρωμών, ηλεκτρονικής τιμολόγησης και διαδικτυακών υπηρεσιών διευκολύνει τη συλλογή δεδομένων και τον έλεγχο της ροής χρήματος, περιορίζοντας τα αδήλωτα έσοδα. Παράλληλα, η στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για την παρακολούθηση ύποπτων συναλλαγών ενισχύει την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Με αυτές τις δράσεις, οι τράπεζες στηρίζουν όχι μόνο την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και τη δημιουργία ενός δίκαιου και διαφανούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες που προστατεύουν την κοινωνική συνοχή και στηρίζουν τους δανειολήπτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “πάγωμα” των κυμαινόμενων επιτοκίων για συνεπείς δανειολήπτες, σε συνεργασία με την Πολιτεία, το οποίο προσέφερε σημαντική ελάφρυνση της δανειακής τους επιβάρυνσης. Το μέτρο προστάτευσε τους δανειολήπτες από τις επιπτώσεις των διαδοχικών αυξήσεων των επιτοκίων, στηρίζοντας την οικονομική σταθερότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ ενίσχυσε τη σχέση εμπιστοσύνης των τραπεζών με τους πελάτες τους.
Προκειμένου οι τράπεζες να επιτελέσουν τον σημαντικό ρόλο τους στην ελληνική οικονομία, η ανάταξη και η ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μετά την κρίση χρέους υπήρξαν καταλυτικές, διασφαλίζοντας παράλληλα τις καταθέσεις των πολιτών. Στην κορύφωση της κρίσης, το τραπεζικό σύστημα βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης:

  • Το ήμισυ του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών ήταν μη εξυπηρετούμενο, με τα “κόκκινα” δάνεια στις μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις να υπερβαίνουν το 60-65%.
  • Χρειάστηκαν αρκετοί γύροι ανακεφαλαιοποιήσεων προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές από το PSI και τις ανορθολογικές πολιτικές του πρώτου εξαμήνου του 2015, αλλά και να επιτευχθεί η πλήρης εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
  • Σε αρκετές τράπεζες εφαρμόστηκαν μέτρα εξυγίανσης και τέθηκαν εκτός αγοράς, οδηγώντας σε σημαντική συγκέντρωση του συστήματος.
  • Χωρίς πρόσβαση στις αγορές και με μεγάλες εκροές καταθέσεων, ιδίως το 2015, οι τράπεζες στηρίζονταν στον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA) προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους.
  • Εν τέλει, ο χειρότερος εφιάλτης ενός κεντρικού τραπεζίτη και επόπτη τραπεζών δυστυχώς πραγματοποιήθηκε. Η επιβολή τραπεζικής αργίας και περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις αναλήψεις μετρητών προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ολοκλήρωσε το σκηνικό της κρίσης, αναδεικνύοντας την ανάγκη για αποφασιστικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις. Ο χειρισμός όμως αυτής της κατάστασης από τους υπηρεσιακούς μηχανισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ήταν υποδειγματικός, και συνέβαλε στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας εκείνη τη δύσκολη περίοδο.

 

  • Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας:
  • Πρώτον, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με σωρευτική μείωση κατά 93,5% (περίπου 100 δισεκ. ευρώ) από τον Μάρτιο του 2016. Κομβικό ρόλο είχε το πρόγραμμα “Ηρακλής”, που διευκόλυνε την πώληση “κόκκινων” δανείων άνω των 50 δισεκ. ευρώ μέσω της παροχής κρατικών εγγυήσεων στα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ομόλογα τιτλοποιήσεων δανείων. Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο δείκτης ΜΕΔ ανήλθε στο 4,6%, το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στο ευρώ, παραμένοντας όμως υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,3%).
  • Δεύτερον, η εξυγίανση των ισολογισμών, η αύξηση των επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση από το 2022 και έπειτα, στήριξαν τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διευρύνθηκε, κυρίως λόγω της ανατιμολόγησης δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες αντλούν το 80% των λειτουργικών τους εσόδων από τόκους, έναντι 60% για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ τα έσοδα από προμήθειες – παρά τις ευρέως διαδεδομένες ανακρίβειες που επικρατούν στον δημόσιο διάλογο – αποτελούν μόλις το 17%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη και έναντι μέσου ποσοστού 29% στην ΕΕ.
  • Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, που ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό αποδίδεται, αφενός, στο γεγονός ότι τα δάνεια στην Ελλάδα έχουν κατά κύριο λόγο κυμαινόμενα επιτόκια, επιτρέποντας την άμεση αφομοίωση των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αφετέρου, η σχετικά περιορισμένη μετακύλιση των αυξήσεων στα επιτόκια καταθέσεων εξηγείται από την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσής του, καθώς και από τη δομή της καταθετικής βάσης, όπου κυριαρχούν λογαριασμοί όψεως και ταμιευτηρίου με χαμηλά υπόλοιπα.
  • Επιπλέον, οι τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα λειτουργικά τους έξοδα, επιτυγχάνοντας δείκτη κόστους προς έσοδα καλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – ROE) ξεπερνά το 10%.
  • Η βελτίωση της κερδοφορίας και ενέργειες όπως η έκδοση κοινών μετοχών και άλλων τίτλων που προσμετρούνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, καθώς και οι συνθετικές τιτλοποιήσεις, στήριξαν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Το Σεπτέμβριο του 2024, ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε σε 19,4%. Ωστόσο, η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει χαμηλή, με το ήμισυ των κοινών κεφαλαίων της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 –- CET1) να έχουν τη μορφή οριστικών και εκκαθαρισμένων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credit – DTC). Οι τράπεζες σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος της προσδοκώμενης υψηλής κερδοφορίας τους για την ταχύτερη απόσβεση των DTC σε περίπου 10 έτη, βελτιώνοντας την ποιότητα των κεφαλαίων.
  • Ταυτόχρονα, οι τράπεζες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, με εποπτικούς δείκτες άνω των ελάχιστων ορίων, λόγω της αύξησης των καταθέσεων τα τελευταία έτη και της πλήρους πρόσβασης στις αγορές, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Ο μέσος δείκτης δανείων προς καταθέσεις παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας καταγράφει πολύ καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις υποχρεωτικές εποπτικές απαιτήσεις, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (λόγω της αποπληρωμής πράξεων TLTRO).
  • Η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών, με την έλευση αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών, ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2024 και αποτέλεσε κομβικό σημείο για το τραπεζικό σύστημα, σηματοδοτώντας την επάνοδό του στην κανονικότητα. Αυτό ενίσχυσε την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων, προσέλκυσε επενδύσεις και διευκόλυνε τη χρηματοδότηση υγιών επενδυτικών σχεδίων, αναδεικνύοντας την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος. Ταυτόχρονα, η επιστροφή των σημαντικών τραπεζών σε αμιγώς ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς προσφέρει ευρύτερα οφέλη στην ελληνική οικονομία, διότι ενισχύει τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και διανοίγει ευκαιρίες για άμεσες επενδύσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
  • Τέλος, πρόσφατα επετεύχθη ουσιαστικά και η εξυγίανση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών στην Ελλάδα, μέσω της συγχώνευσης των τραπεζών Αττικής και Παγκρήτιας, της ένταξής τους στο πρόγραμμα “Ηρακλής” και της κεφαλαιακής τους ενίσχυσης μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Η δημιουργία του λεγόμενου “Πέμπτου Πόλου” αφενός αντιμετώπισε αποτελεσματικά μια χρόνια εκκρεμότητα που απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αφετέρου αποτελεί καταλύτη για την αύξηση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και τη συνακόλουθη βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Σήμερα, οι τράπεζες έχουν ανακτήσει τη σταθερότητά τους και στηρίζουν την οικονομία μέσω της πιστωτικής επέκτασης. Το Δεκέμβριο του 2024, η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 8,9% σε ετήσια βάση, με την επιχειρηματική πίστη να αυξάνεται κατά 13,8%, ενώ ο ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά έγινε λιγότερο αρνητικός και έφθασε στο -0,5%. Βασικός μοχλός της επιχειρηματικής πίστης είναι οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Αντίθετα, η στεγαστική πίστη επηρεάζεται αρνητικά από τις υψηλές τιμές των ακινήτων και τα αυξημένα επιτόκια, παρά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος. Στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, η βελτίωση της συμμόρφωσης με τα πιστοδοτικά κριτήρια θα αποτελέσει καταλύτη για αποτελεσματικότερη πρόσβαση στην χρηματοδότηση. Σε γενικές γραμμές, οι προοπτικές παραμένουν θετικές, με την επιχειρηματική πίστη να παραμένει ισχυρή και το επόμενο διάστημα, υποστηριζόμενη από την ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, τη διαθεσιμότητα των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων και την υποχώρηση των επιτοκίων.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να κάνω μια συνοπτική αναφορά στις προοπτικές και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός τραπεζικός τομέας:

  • Οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα εξαρτώνται από τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται από τις διεθνείς εξελίξεις. Τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, εν μέσω γεωπολιτικών ή άλλων αναταράξεων, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην Ελλάδα.
  • Η κερδοφορία των τραπεζών πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, καθώς επέστρεψαν σε υγιή οργανική κερδοφορία το 2022, έπειτα από επτά έτη ζημιών λόγω κυρίως των υψηλών προβλέψεων για τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η βελτίωση της κερδοφορίας θα ενισχύσει τα εποπτικά κεφάλαια και θα βελτιώσει την ποιότητά τους, συμβάλλοντας στην ταχύτερη απόσβεση των DTC. Η ενίσχυση του δείκτη CET1 είναι αναγκαία συνθήκη για περαιτέρω αναβαθμίσεις της οικονομίας εντός της επενδυτικής κατηγορίας, καθώς η υγεία του τραπεζικού συστήματος αποτελεί βασικό κριτήριο αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους.
  • Η υψηλή εξάρτηση από έσοδα τόκων καθιστά τις ελληνικές τράπεζες πιο ευάλωτες σε περιόδους μείωσης των επιτοκίων. Αντίδοτο αποτελεί η διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου και η περαιτέρω αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες, όπως για παράδειγμα η ενίσχυση των εσόδων από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.
  • Ο μεγάλος όγκος ληξιπρόθεσμων οφειλών από μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το φορολογικό καθεστώς που επιτρέπει σε ορισμένους ελεύθερους επαγγελματίες να δηλώνουν χαμηλά κέρδη (για να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση) περιορίζουν την πρόσβασή τους στον τραπεζικό δανεισμό. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του υψηλού ιδιωτικού χρέους, η εντατικοποίηση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η αναδιάρθρωση της δομής της ελληνικής επιχειρηματικότητας – όπως η αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων – αποτελούν κρίσιμες παρεμβάσεις που θα συμβάλουν στην ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης. Ταυτόχρονα, παραμένει η πρόκληση οριστικής εκκαθάρισης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και σύγκλισης του δείκτη ΜΕΔ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
  • Νέες προκλήσεις που προσφάτως έχουν αναδυθεί, όπως η κλιματική κρίση και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων, χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κίνδυνος συνδέεται στενά με τις γεωπολιτικές εντάσεις και συνεπώς η αποτελεσματική αντιμετώπισή του απαιτεί συνεργασία σε διεθνές επίπεδο και περαιτέρω διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων που προκύπτουν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι τράπεζες θα πρέπει να επενδύσουν πόρους, φυσικούς και ανθρώπινους, για να αποκτήσουν ψηφιακή ανθεκτικότητα (digital resilience).
  • Τέλος, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την προώθηση μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS) κρίνεται απαραίτητη για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών, ιδίως σε περιόδους κρίσεων. Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη θέσπιση ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων (Crisis Management and Deposit Insurance – CMDI) θα διευκολύνει την ενοποίηση του ‒ σήμερα κατακερματισμένου ‒ τραπεζικού τομέα στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η υλοποίηση των προτάσεων που περιλαμβάνονται στην πρόσφατη έκθεση Draghi εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού τομέα, ενώ θετικά αξιολογούνται και διασυνοριακές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία τραπεζικών σχημάτων με κρίσιμο μέγεθος ώστε να είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο.

Ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική ανάπτυξη είναι αδιαμφισβήτητος. Καθώς πορευόμαστε προς έναν όλο και πιο διασυνδεδεμένο και ψηφιακό κόσμο, η δυνατότητα των τραπεζών να διαμορφώσουν ένα πιο ευημερούν και βιώσιμο μέλλον δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Όπως ήδη ανέφερα, η σχέση ευρωστίας του τραπεζικού τομέα και ευρωστίας της οικονομίας είναι άμεση και αμφίδρομη. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα.

2. Μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας

Η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια και έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτική σε διάφορες εξωτερικές διαταραχές, όπως η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση, καθώς και η επακόλουθη άνοδος του πληθωρισμού. Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από το 2019 και έπειτα, με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της πραγματικής σύγκλισης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ονομαστικό επίπεδο του ΑΕΠ εκτιμάται ότι επέστρεψε στα προ κρίσης επίπεδα το 2024, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους έχει επανέλθει στο επίπεδο του 2008 ήδη από το 2023. Η απασχόληση αυξάνεται και το ποσοστό ανεργίας έχει υποχωρήσει σε μονοψήφια επίπεδα από τα μέσα του 2024. Ο γενικός πληθωρισμός υποχωρεί και, ειδικότερα, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στα είδη διατροφής είναι αξιοσημείωτη. Ως συνέπεια, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται και το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έχει μειωθεί μεταξύ 2019 και 2023. Η συνετή δημοσιονομική πολιτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια και οι προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής αποδίδουν καρπούς, καθώς επιτυγχάνονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την ανάγκη λήψης περιοριστικών μέτρων και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό.

Ειδικότερα, η Ελλάδα εκτιμάται το 2024 να έχει σημειώσει την ταχύτερη αποκλιμάκωση δημόσιου χρέους στην πρόσφατη ιστορία μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, επιτυγχάνοντας μείωση άνω των 50 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μέσα σε μόλις τέσσερα έτη. Παράλληλα, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας (2020-21), η χώρα καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα επί επτά συνεχόμενα έτη, εκ των οποίων στα έξι το πρωτογενές πλεόνασμα υπερβαίνει το 2% του ΑΕΠ. Οι επιδόσεις αυτές αποτελούν ισχυρή ένδειξη της υπεύθυνης άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και των θετικών αποτελεσμάτων της διαρθρωτικής προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη δεκαετία, διαψεύδοντας τις αρχικές εκτιμήσεις περί ενδεχόμενης δημοσιονομικής κόπωσης, και, ακόμα περισσότερο, τις εκτιμήσεις ορισμένων αναλυτών αλλά και πολιτικών σε ορισμένες χώρες- μέλη της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης ότι η Ελλάδα δεν θα παραμείνει στην ευρωζώνη.
Η θετική πορεία της οικονομίας τα τελευταία χρόνια είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία από σχεδόν όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης. Μάλιστα, οι συνεχείς αναβαθμίσεις προέκυψαν σε μια περίοδο αυξημένης διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής αβεβαιότητας και γεωπολιτικών αναταραχών.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2024 εκτιμάται στο 2,3% και αναμένεται να παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα κατά μέσο όρο την επόμενη τριετία. Οι βασικότερες συνιστώσες της μεγέθυνσης προβλέπεται ότι θα είναι αφενός η ιδιωτική κατανάλωση, λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος από την άνοδο της απασχόλησης και από την περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού, και αφετέρου οι επενδύσεις, κυρίως χάρη στη συνεισφορά του RRF. Αντίθετα, η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ θα είναι ελαφρώς αρνητική τα επόμενα έτη, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να αυξήσει τις εισαγωγές με ρυθμούς αντίστοιχους με εκείνους των εξαγωγών. Το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 10,6% το 2024, ενώ θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται με γρήγορο ρυθμό και θα φθάσει στο 8,5% το 2027.

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), το 2024 διαμορφώθηκε σε 3,0%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών και τη σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής. Μέχρι το 2026 ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της ΕΚΤ (2%), αλλά θα παραμείνει ελαφρά πάνω από αυτόν (2,2%), λόγω κυρίως του υψηλότερου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, ενώ το 2027 αναμένεται μια εφάπαξ μικρή επιτάχυνσή του λόγω της ανοδικής επίδρασης του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων στον πληθωρισμό της ενέργειας. Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός των υπηρεσιών αναμένεται να είναι πιο επίμονος σε σχέση με τον πληθωρισμό των λοιπών συνιστωσών, αντανακλώντας κυρίως τις αναμενόμενες αυξήσεις στην αμοιβή της εργασίας.
Όσον αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το πρωτογενές πλεόνασμα το 2024 αναμένεται να υπερβεί την εκτίμηση του Προϋπολογισμού για το έτος 2025, η οποία ήταν 2,5% του ΑΕΠ. Αυτή η υπέρβαση αποδίδεται τόσο στη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές όσο και στη συγκράτηση της αύξησης των πρωτογενών δαπανών, η οποία διατηρείται εντός των ορίων που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Για τα επόμενα χρόνια, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται γύρω στο 2,4% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Σχεδίου. Το 2025 το δημόσιο χρέος προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 147,5% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας περαιτέρω μείωση κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2024 χάρη κυρίως στη μειωτική συμβολή της διαφοράς μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ. Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων.

Οι επιτυχίες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένδειξη ότι η οικονομία είναι στον σωστό δρόμο. Ωστόσο, η προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης από τη δεκαετή κρίση χρέους και πραγματικής σύγκλισης των εισοδημάτων με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πρέπει να συνεχιστεί. Επιπρόσθετα, αρκετές εγχώριες διαρθρωτικές αδυναμίες, κάποιες από τις οποίες προϋπήρχαν της κρίσης χρέους, παραμένουν. Για παράδειγμα, (i) η έλλειψη ανταγωνισμού σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας, η οποία επιτείνει το παρατηρούμενο και διεθνώς πρόβλημα της ακρίβειας, (ii) το υψηλό δημόσιο χρέος, (iii) το μεγάλο επενδυτικό κενό, (iv) η χαμηλή αποταμίευση, (v) η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα που επιδεινώνει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και (vi) το μικρό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών και των νέων στο εργατικό δυναμικό και η γήρανση του πληθυσμού, που συμβάλλουν στη στενότητα της αγοράς εργασίας διαχρονικά, αποτελούν παράγοντες που περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.

Σε αυτές τις εγχώριες αδυναμίες έρχονται να προστεθούν και παγκόσμιες προκλήσεις, όπως η (i) ένταση των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων, (ii) ο γεωοικονομικός κατακερματισμός και η αναβίωση της τάσης προς τον εμπορικό προστατευτισμό, (iii) η κλιματική κρίση, (iv) η ενεργειακή ασφάλεια, (v) η μετάβαση προς μια βιώσιμη και κυκλική οικονομία, καθώς και (vi) η επέλαση των νέων ψηφιακών τεχνολογιών και ειδικότερα της τεχνητής νοημοσύνης.
Λαμβάνοντας υπόψη τις αβεβαιότητες και τους κινδύνους που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, καθώς και τις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Αυτές θα διασφαλίσουν τη δημιουργία ενός βιώσιμου παραγωγικού υποδείγματος που θα συμβάλει στην προσέλκυση επενδύσεων στη χώρα με στόχο την επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Κάτι τέτοιο απαιτεί, μεταξύ άλλων, την ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίες θα διευκολύνουν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Η επίτευξη των ανωτέρω στόχων, σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, θα ενισχύσει τις θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία και θα συμβάλει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.

3. Ελληνοϊσραηλινές οικονομικές σχέσεις

Οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις έχουν αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αποκτώντας στρατηγικό χαρακτήρα σε διάφορους τομείς. Το Ισραήλ αποτελεί την πύλη της Ελλάδος στη Μέση Ανατολή και η Ελλάδα την πύλη του Ισραήλ προς την Ευρώπη.
Οι διμερείς εμπορικές σχέσεις παρουσιάζουν ανοδική πορεία, ιδιαίτερα μετά την αύξηση-ρεκόρ των εξαγωγών το 2022. Προοπτικές συνεργασίας και μεγάλο περιθώριο κοινών επενδύσεων διαφαίνονται στους τομείς της διατροφής, των φαρμακευτικών προϊόντων, της τεχνολογίας, της άμυνας, των ενδυμάτων, των κατασκευών, του τουρισμού και της ενέργειας, όπου ήδη αναπτύσσεται ισχυρή δυναμική.
Το Ισραήλ, ως χώρα-πρότυπο στον τομέα της καινοτομίας και της τεχνολογίας, προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες συνεργασίας σε στρατηγικούς κλάδους, όπως η αγροτεχνολογία, η κυβερνοασφάλεια, οι βιοεπιστήμες, η βιομηχανική έρευνα και ανάπτυξη, η περιβαλλοντική προστασία, η διαχείριση υδάτων και οι τεχνολογίες αφαλάτωσης. Οι τομείς αυτοί δημιουργούν προοπτικές για ανταλλαγή τεχνογνωσίας, μεταφορά καλών πρακτικών και ανάληψη κοινών έργων.
Η συνεργασία μεταξύ Ελλάδος και Ισραήλ στα θέματα της ενέργειας αποτελεί τα τελευταία χρόνια θεμέλιο της διμερούς σχέσης, με πολλαπλά οφέλη τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Ειδικότερα, τόσο οι κοινές πρωτοβουλίες για την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου όσο και η πρόσφατη στρατηγική συμφωνία για την προώθηση της περιφερειακής ενεργειακής σταθερότητας και την ανάπτυξη καινοτόμων ενεργειακών έργων αναδεικνύουν τη σημασία αυτής της συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα.
Ταυτόχρονα, η πρόσφατη διακυβερνητική συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών προωθεί καίρια έργα για την περιφερειακή ενεργειακή σταθερότητα, συμπεριλαμβανομένου του υποθαλάσσιου καλωδίου ηλεκτρικής ενέργειας (Great Sea Interconnector), δημιουργώντας έναν “πράσινο” διάδρομο ηλεκτρικής ενέργειας που θα συνδέει το Ισραήλ με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Ελλάδος.

Τόσο η Ελλάδα όσο και το Ισραήλ είναι χώρες που αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μετάβασης. Αυτή η συνεργασία αναμένεται να ενισχύσει τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών και να συμβάλει στην ενεργειακή ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής, προωθώντας παράλληλα τη μετάβαση σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Για παράδειγμα, η Ελλάδα μπορεί να γίνει ο βασικός κόμβος μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από το Ισραήλ στην Ευρώπη, γι’ αυτό και πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές για αποθήκευση LNG .
Συνολικά, οι προοπτικές των οικονομικών σχέσεων Ελλάδος και Ισραήλ, ιδίως στον τομέα της ενέργειας, είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, με κοινές πρωτοβουλίες που ενισχύουν την περιφερειακή συνεργασία και συμβάλλουν στην ενεργειακή ασφάλεια και βιωσιμότητα.
Η στρατηγική αυτή συνεργασία, εν μέσω γεωπολιτικών προκλήσεων, προωθεί την περιφερειακή σταθερότητα και ενδυναμώνει τη θέση και των δύο χωρών στη διεθνή σκηνή.

4. Καταληκτικές παρατηρήσεις

Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνω ότι πλέον το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούμε διαφέρει αισθητά σε σχέση με μερικά χρόνια πριν και η Ευρώπη συνολικά αντιμετωπίζει προκλήσεις, οι οποίες είναι τεχνολογικές, περιβαλλοντικές, ενεργειακές, καθώς και σε θέματα ασφάλειας. Τελευταία έχουν ενταθεί και οι απειλές για την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ.
Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί κοινή προσέγγιση, κοινές πολιτικές, ενοποίηση των αγορών και σημαντικές επενδύσεις μέσω δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, όπως προτείνεται στις εκθέσεις Letta και Draghi. Προϋπόθεση για την κινητοποίηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης είναι: Πρώτον, η υλοποίηση της ένωσης κεφαλαιαγορών, η οποία θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη χρηματοδότηση και διαφοροποίηση περιουσιακών στοιχείων σε εταιρίες και επενδυτές. Επιπλέον, θα υποστηρίξει τις επενδύσεις, την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καλύπτοντας νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω τραπεζών λόγω έλλειψης εμπράγματων εξασφαλίσεων. Παράλληλα, η ένωση κεφαλαιαγορών θα άρει εμπόδια στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων στην ενιαία αγορά, προωθώντας τη σύγκλιση.
Δεύτερον, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, με την προϋπόθεση του Ευρωπαϊκού Σχήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS) και τη δημιουργία ενός Συστήματος Διαχείρισης Τραπεζικών Κρίσεων- CMDI, σύμφωνα με τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Επίσης, είναι κρίσιμο να αξιοποιηθεί και να επεκταθεί η επιτυχημένη εμπειρία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU προκειμένου να προχωρήσει η τακτική και μόνιμη έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων. Ένα τέτοιο ασφαλές ευρωπαϊκό περιουσιακό στοιχείο θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά οφέλη τόσο στις αγορές όσο και στην ευρωπαϊκή οικονομία, αυξάνοντας παράλληλα την ισχύ και την επιρροή του ευρώ στην παγκόσμια οικονομία.
Η απάντηση στα νέα προβλήματα και τις παγκόσμιες τάσεις δεν μπορεί να προέλθει από καθεμία χώρα μεμονωμένα. Αφενός, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απαιτείται ο συντονισμός και η κοινή δράση των Ευρωπαίων εταίρων προκειμένου να κατοχυρωθεί η κυριαρχία, ασφάλεια και ανθεκτικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η Ευρώπη θα πρέπει να συνεχίσει να υποστηρίζει τη διατήρηση του ελεύθερου, ανοικτού και δίκαιου εμπορίου, το οποίο βασίζεται σε ευρείας αποδοχής κανόνες, σε διάλογο υπό την αιγίδα διεθνών οργανισμών και σε πρακτικές υγιούς ανταγωνισμού.
Αφετέρου, η στέρεη διπλωματική και οικονομική συμμαχία με άλλες χώρες, όπως είναι το Ισραήλ, ενισχύει την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και τις πολιτιστικές ανταλλαγές. Με τον διάλογο, την αλληλεγγύη και την έμφαση στις κοινές προτεραιότητες, η σχέση Ισραήλ- Ελλάδος και Ισραήλ-Ευρώπης μπορεί να αποτελέσει καταλύτη για τη σταθερότητα και την πρόοδο στην ευρύτερη περιοχή, οικοδομώντας ένα μέλλον που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και των δύο πλευρών.
Ευχαριστώ.

Συντάκτης

Δείτε Επίσης

Τελευταία άρθρα