Οι θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας σε ένα περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων, όπου απαιτείται πλέον η ανάλυση των οικονομικών προοπτικών με βάση τη στάθμιση διαφόρων κινδύνων, αποδεικνύουν την υψηλή ανθεκτικότητα της οικονομίας σε αρνητικές διαταραχές. Επομένως, στην τρέχουσα συγκυρία, η περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας καθίσταται επιτακτική, καθώς αναδεικνύονται με τον πιο σαφή τρόπο τα μακροπρόθεσμα οφέλη της πολιτικής σταθερότητας, του αξιόπιστου μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού πολιτικής, της διαρθρωτικής δημοσιονομικής προσαρμογής, και της εφαρμογής σημαντικών μεταρρυθμίσεων (π.χ. στο ασφαλιστικό σύστημα, στην αγορά εργασίας, στις αγορές προϊόντων, στο φορολογικό σύστημα, στον δημόσιο τομέα), που πιθανώς να έχουν βραχυπρόθεσμο κόστος.
Η μείωση του δημόσιου χρέους τα τελευταία χρόνια υπήρξε σημαντική και πρωτόγνωρη στα παγκόσμια χρονικά. Σε σωρευτική βάση, ο πραγματικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έπαιξε καθοριστικό ρόλο (κυρίως λόγω της αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών), ενώ σημαντική συνεισφορά είχαν ο πληθωρισμός και η σταδιακή εξάλειψη των πρωτογενών ελλειμμάτων. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις της οικονομίας λαμβάνουν υπόψη και τις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές του δημόσιου χρέους, καθώς και την ευαισθησία του σε διάφορους κινδύνους.
Ολες οι αναλύσεις βιωσιμότητας των διεθνών οργανισμών δείχνουν ότι σε πλήθος δυσμενών σεναρίων, η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους δεν διαταράσσεται. Αυτό οφείλεται αφενός στα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του και στην αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από τον ΟΔΔΗΧ, που προστάτευσαν εγκαίρως το χαρτοφυλάκιο από τον επιτοκιακό κίνδυνο, όταν άλλες χώρες επιβαρύνονται σημαντικά από υψηλές δαπάνες τόκων σε περιβάλλον επιτοκιακών αυξήσεων. Αφετέρου, συνδέεται με την ευνοϊκή διαρθρωτική δημοσιονομική θέση τη χώρας και τις εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και του ασφαλιστικού συστήματος, που εξασφαλίζουν τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων και περιορίζουν σημαντικά τον δημοσιονομικό κίνδυνο από τη γήρανση του πληθυσμού σε βάθος πολλών δεκαετιών.
Η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η σταδιακή αποεπένδυση του Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, αποτέλεσαν έναν επιπλέον σημαντικό παράγοντα των αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας. Η επιστροφή του κλάδου στην κανονικότητα διευκολύνει την πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, καθώς και τη δανειοδότηση υγιών επενδυτικών σχεδίων.Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έχει ήδη συμβάλει στον περιορισμό των επιπτώσεων της αύξησης των επιτοκίων στο κόστος χρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνων (risk premium) που σχετίζονται με την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία οδήγησε σε μείωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε σχέση με τις αρχές του 2023. Ο δανεισμός κεφαλαίων με συγκριτικά χαμηλότερα επιτόκια μειώνει τη δημοσιονομική επιβάρυνση της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, απελευθερώνοντας δημόσιους πόρους. Σταδιακά, η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης διαχέεται και στον ιδιωτικό τομέα.Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 2,5% μακροπρόθεσμα, ενώ το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης από μόνο του εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,3%. Πρόσθετα θετικά αποτελέσματα θα προκύψουν μέσω της διεύρυνσης της επενδυτικής βάσης, δίνοντας πρόσβαση σε περισσότερα και καλύτερης ποιότητας επενδυτικά κεφάλαια, με μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, αυξάνοντας τις επενδυτικές ροές και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις μπορούν να συμβάλλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και, συνολικά, στην οικονομική ανάκαμψη και την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Επιπλέον, η εισροή ξένων κεφαλαίων βοηθάει στη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Με την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν υπόκεινται πλέον σε ειδικές (αυξημένες) περικοπές αποτίμησης (haircuts) ώστε να γίνονται αποδεκτά ως ασφάλειες στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσυστήματος, διευκολύνοντας έτσι τη διαχείριση και παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα, και την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Επίσης, η αυξημένη ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα θα ενισχύσει τη ρευστότητα στην αγορά κρατικών τίτλων, μειώνοντας τη μεγάλη μεταβλητότητα στις τιμές των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά και βελτιώνοντας τον τρόπο τιμολόγησης των ομολογιακών εκδόσεων. Η ενισχυμένη πρόσβαση στις αγορές παρέχει ευελιξία στη διαχείριση των αναγκών ρευστότητας και των απαιτήσεων χρηματοδότησης από τον ΟΔΔΗΧ, ενισχύοντας περαιτέρω την ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης του δημόσιου χρέους. Εξάλλου, το καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας συμβάλλει στον μετριασμό των κινδύνων που σχετίζονται με τις ανάγκες δανεισμού και αναχρηματοδότησης.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, καθώς έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε για να συγκλίνουμε προς τον μέσο όρο αξιολόγησης των χωρών της ευρωζώνης. Η διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας και οι περαιτέρω αναβαθμίσεις απαιτούν συνετές οικονομικές πολιτικές, που να χαρακτηρίζονται από συνέπεια, μεσοπρόθεσμο ορθολογικό σχεδιασμό και μετρήσιμους στόχους. Για τον σκοπό αυτόν, είναι απαραίτητο να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, ιδίως αυτές που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών, π.χ. επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και την επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν την πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους και τη δημιουργία των απαραίτητων δημοσιονομικών αποθεμάτων που επιτάσσει η άσκηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής.