Tου Πάνου Δημητρίου, CEO της Generali Hellas .
Σε μια εποχή στην οποία η κλιματική αλλαγή αυξάνει την επικινδυνότητα των φυσικών φαινομένων και οι οικονομικές πιέσεις επαναπροσδιορίζουν τις προτεραιότητες των καταναλωτών, το μέλλον του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να καινοτομεί, να εκπαιδεύει και να ανακτά την εμπιστοσύνη του κοινού.
Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική ασφαλιστική βιομηχανία βρίσκεται σε μια περίοδο γόνιμων ανακατατάξεων, αλλά και κρίσιμων, ταυτόχρονα, για την αναπτυξιακή της συνέχεια. Παρά το γεγονός ότι ο χώρος έχει επιδείξει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα απέναντι στις απαιτήσεις που απορρέουν από τα αποτελέσματα των φυσικών καταστροφών –όπως φάνηκε από την αποτελεσματική του ανταπόκριση στον κυκλώνα Daniel–, η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ασφαλιστικής διείσδυσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που αντανακλά βαθιά ριζωμένες προκλήσεις στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, την αντίληψη του κινδύνου και την προσιτότητα. Σε μια εποχή στην οποία η κλιματική αλλαγή αυξάνει την επικινδυνότητα των φυσικών φαινομένων και οι οικονομικές πιέσεις επαναπροσδιορίζουν τις προτεραιότητες των καταναλωτών, το μέλλον του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος θα εξαρτηθεί από την ικανότητά του να καινοτομεί, να εκπαιδεύει και να ανακτά την εμπιστοσύνη του κοινού.
Ένας ανθεκτικός επιχειρηματικός χώρος Ουσιαστικά, ο ασφαλιστικός τομέας αποδεικνύεται ένας ανθεκτικός επιχειρηματικός χώρος, που παραμένει υπό πίεση, και, επομένως, υπό αυτό το πρίσμα, η χρηματοοικονομική υγεία και η εξειδίκευση της ελληνικής ασφαλιστικής βιομηχανίας είναι αξιοσημείωτες. Τα συνολικά περιουσιακά στοιχεία έφτασαν τα 20,3 δισ. ευρώ το 2023, υποστηριζόμενα από καλά διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, που περιλαμβάνουν κρατικά και εταιρικά ομόλογα υψηλής αξιολόγησης.
Αυτά τα ισχυρά θεμέλια επέτρεψαν στις ασφαλιστικές εταιρείες να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε απαιτήσεις εκατομμυρίων ευρώ, που είχαν ως συνέπεια οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές.
Ωστόσο, παρά τη χρηματοοικονομική αυτή δυνατότητα και την επιχειρησιακή τεχνογνωσία, το χαμηλό ποσοστό διείσδυσης της ασφάλισης υπογραμμίζει μια αναξιοποίητη πηγή προστασίας της ελληνικής οικονομίας και των πολιτών απέναντι στα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής. Κατ’ εκτίμηση, φαίνεται πως οι Έλληνες καταναλωτές συχνά υποτιμούν τους κινδύνους φυσικών καταστροφών και προτιμούν βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη αντί μακροπρόθεσμη ασφάλεια. Αυτή η έλλειψη αντίληψης κινδύνου ενισχύεται από την αντίληψη ότι η απόκτηση ασφαλιστικών προϊόντων είναι στοιχείο πολυτέλειας και ότι η αγορά ασφάλισης είναι περίπλοκη και δυσνόητη.
Η αντιμετώπιση αυτών των θέσεων απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια από τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις ρυθμιστικές αρχές και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής για τη βελτίωση της διαφάνειας, την απλοποίηση των διαδικασιών και την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την αξία της ασφάλισης.
Για παράδειγμα, επικοινωνιακές καμπάνιες που αναδεικνύουν το οικονομικό και προσωπικό κόστος των μη ασφαλισμένων φυσικών καταστροφών θα μπορούσαν να αλλάξουν την αντίληψη των πολιτών. Επιπλέον, η αξιοποίηση της τεχνολογίας για την απλοποίηση της διαδικασίας αγοράς ασφαλιστικών προϊόντων και αποζημιώσεων θα μπορούσε να κάνει την ασφάλιση πιο προσιτή και ελκυστική.
Σημαντικό ασφαλιστικό χάσμα
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικό ασφαλιστικό χάσμα, ειδικά στην κάλυψη κινδύνων όπως είναι οι σεισμοί, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και οι καταιγίδες. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, μόνο το 8% των ζημιών από φυσικές καταστροφές καλύφθηκαν από ασφάλιση. Αυτό αφήνει το κράτος –και κατ’ επέκταση τους φορολογουμένους– με το μεγαλύτερο βάρος του κόστους αποκατάστασης, το οποίο ανέρχεται, κατά μέσο όρο, σε πάνω από 1 δισ. ευρώ ετησίως, το 2020 και το 2021 Αυτό αντιστοιχεί σε ένα εντυπωσιακό 40% των ετήσιων εσόδων από τον ΕΝΦΙΑ.
Οι έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις, περιλαμβανομένων και των πληθωριστικών πιέσεων και των ανακοπών στην οικονομική δραστηριότητα, επιδεινώνουν το πρόβλημα, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη για αυξημένη συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης. Και εδώ, το χαμηλό ποσοστό διείσδυσης δεν οφείλεται σε έλλειψη χρηματοοικονομικής δυνατότητας στον κλάδο, αλλά σε ένα σύμπλεγμα παγιωμένων αντιλήψεων, οικονομικών και συστημικών εμποδίων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το ασφαλιστικό χάσμα δεν παύει να είναι μια χαμένη ασφαλιστική ευκαιρία.
Ως εκ τούτου, η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για τον κλάδο, ενώ στην ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να λειτουργήσουν οι συνεργασίες μεταξύ κράτους και ιδιωτών ασφαλιστών.
Βεβαίως, και η προσιτότητα παραμένει ένα κρίσιμο εμπόδιο στην ασφάλιση στην Ελλάδα. Παρά τον πληθωρισμό και την οικονομική αβεβαιότητα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, αξιοποιώντας καινοτόμες στρατηγικές, μπορούν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό. Τα μοντέλα ασφάλισης που προσαρμόζουν τα ασφάλιστρα με βάση την πραγματική έκθεση σε κινδύνους θα μπορούσαν να προσφέρουν πιο οικονομικές επιλογές. Επίσης, η παραμετρική ασφάλιση, στην οποία οι αποζημιώσεις ενεργοποιούνται από προκαθορισμένα γεγονότα, όπως ένας σεισμός συγκεκριμένης έντασης, θα μπορούσε να παρέχει ταχύτερες και πιο προβλέψιμες αποζημιώσεις
Αντίστοιχα, οι συνεργασίες με τεχνολογικούς παρόχους για την αξιοποίηση των αναλυτικών δεδομένων και της τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να βελτιώσουν τη μοντελοποίηση κινδύνων και την ακρίβεια τιμολόγησης, μειώνοντας πιθανώς το κόστος για τους καταναλωτές και διατηρώντας, παράλληλα, την κερδοφορία για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Συνθέτοντας τη μεγάλη εικόνα, το κράτος έχει κρίσιμο ρόλο να διαδραματίσει στην υποστήριξη των προσπαθειών του ασφαλιστικού κλάδου για τη μείωση του ασφαλιστικού χάσματος.
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για μια ολοκληρωμένη στρατηγική προώθησης της ασφάλισης έναντι φυσικών καταστροφών αποτελούν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, υπό την προϋπόθεση ότι θα περιλαμβάνουν κίνητρα τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους ασφαλιστές, όπως φοροαπαλλαγές n για τους ασφαλισμένους ή επιδοτήσεις για την κάλυψη υψηλού κινδύνου.
Επομένως, το ερώτημα δεν είναι αν ο κλάδος μπορεί να προσαρμοστεί στις τρέχουσες συνθήκες, αλλά πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά μπορεί να αξιοποιήσει αυτήν την ευκαιρία για μετασχηματισμό, καθώς ο ελληνικός ασφαλιστικός τομέας είναι βέβαιο ότι διαθέτει τη χρηματοοικονομική δυνατότητα και την τεχνογνωσία για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Με τις κατάλληλες στρατηγικές και μια ανανεωμένη προσέγγιση στην εμπλοκή των καταναλωτών μπορεί να γεφυρώσει το ασφαλιστικό χάσμα, να μειώσει τις οικονομικές επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών και να οικοδομήσει ένα πιο ασφαλές μέλλον για την Ελλάδα
Αναδημοσίευση από το περιοδικό του ΣΕΜΑ Broker’s Time