Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, «οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 68% σε ετήσια βάση, φτάνοντας σχεδόν τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ το 2022», ενώ «το πρώτο τρίμηνο του 2023 αυξήθηκαν κατά 33% περαιτέρω».
Τα ακίνητα σε κλασικά τουριστικά κέντρα είναι ιδιαίτερα περιζήτητα, αλλά η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά εδώ και χρόνια Λόγω αυτού, οι τιμές αυξάνονται. Οσοι μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, μπορούν να επωφεληθούν καθώς προσελκύει τους ξένους συνταξιούχους με ενιαίο φορολογικό συντελεστή μόλις 7%.
Υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι’ αυτό: η Ελλάδα έχει 300 ημέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο και ήπιους χειμώνες, πάνω από 100 κατοικημένα νησιά, τη μεγαλύτερη ακτογραμμή της Μεσογείου και γραφικές παραλίες. Επιπλέον, η χώρα που άλλοτε υπέφερε από την κρίση έχει καλές οικονομικές προοπτικές και υπόσχεται πολιτική σταθερότητα μετά την πρόσφατη επανεκλογή της συντηρητικής κυβέρνησης. […] Τα ακίνητα σε κλασικά τουριστικά κέντρα όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη είναι ιδιαίτερα περιζήτητα, “αλλά η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά εδώ και χρόνια”, όπως λέει ο Γιώργος Πετράς, διευθύνων σύμβουλος του μεσιτικού γραφείου E&V Greece. Λόγω αυτού, οι τιμές αυξάνονται. Στη Μύκονο, οι τιμές κυμαίνονται από 6.000 έως 13.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο».«Εκτός από αυτά τα εξαιρετικά ακίνητα, ωστόσο», δηλώνει στην Handelsblatt ο Γιώργος Πετράς, «οι τιμές στην Ελλάδα είναι μάλλον συγκρατημένες σε σύγκριση με άλλες δημοφιλείς περιοχές της Μεσογείου. Οι συγκριτικά χαμηλές τιμές αγοράς και η αυξανόμενη ζήτηση για βραχυχρόνιες μισθώσεις κατέστησαν τα ελληνικά ακίνητα διακοπών ενδιαφέροντα και ως επενδυτικά προϊόντα».
]
Από την πλευρά του ο Κρίστιαν Σέιρερ, επικεφαλής του μεσιτικού γραφειου GIS στο Άουγκσμουργκ, που εξειδικεύεται στην ελληνική αγορά, δηλώνει ότι «η χερσόνησος της Πελοποννήσου, η νότια Κρήτη και τα νησιά της Εύβοιας και της Λευκάδας είναι φθηνότερα από τα hotspots του Αιγαίου, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Πάρος». Ωστόσο, προειδοποιεί ότι ορισμένες «υποτιθέμενες ευκαιρίες» ίσως να μην προσφέρουν «την ποιότητα που επιθυμούν οι αγοραστές από τον γερμανόφωνο χώρο, όσον αφορά τις οικοδομικές προδιαγραφές, τη διαρρύθμιση των χώρων και την επίπλωση».