Η υδροκεφαλία είναι μια παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική συσσώρευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) στις κοιλίες του εγκεφάλου. Αυτό μπορεί να προκύψει από διάφορους παράγοντες και μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες αν δεν διαγνωστεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Αίτια: Τα αίτια της υδροκεφαλίας μπορούν να διακριθούν σε συγγενή (γεννητικά) και επίκτητα. Η συγγενής υδροκεφαλία μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και είναι συχνά αποτέλεσμα γενετικών διαταραχών ή επιπλοκών κατά τη διάρκεια της κύησης, όπως η φλεγμονή ή η έκθεση σε τοξίνες. Η επίκτητη υδροκεφαλία μπορεί να προκληθεί από τραυματισμούς στο κεφάλι, λοιμώξεις (όπως μηνιγγίτιδα), ογκώδεις σχηματισμούς, αιμορραγία στον εγκέφαλο ή από τη γήρανση, όπου έχουν μειωθεί οι δυνατότητες απορρόφησης του ΕΝΥ.
Συμπτώματα: Τα συμπτώματα της υδροκεφαλίας ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς και την αιτία της διαταραχής. Στα βρέφη, τα κύρια συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν αύξηση του μεγέθους του κεφαλιού, δακρύρροια, ευερεθιστότητα και καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Στους ενήλικες, τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν πονοκεφάλους, ναυτία, προβλήματα όρασης, απώλεια ισορροπίας, διαταραχές της μνήμης και της σκέψης, καθώς και συμπτώματα που σχετίζονται με την αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης.
Αντιμετώπιση: Η θεραπεία της υδροκεφαλίας συνήθως περιλαμβάνει χειρουργική παρέμβαση για την αποκατάσταση των φυσιολογικών ροών του ΕΝΥ. Η πιο κοινή μέθοδος είναι η τοποθέτηση ενός διασωληνωμένου συστήματος (ventriculoperitoneal shunt) που απομακρύνει το πλεόνασμα του ΕΝΥ από τον εγκέφαλο και το κατευθύνει σε άλλη κοιλότητα του σώματος, όπως η κοιλιακή, όπου μπορεί να απορροφηθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί και η αποκατάσταση των αιτίων που προκάλεσαν την υδροκεφαλία.
Η παρακολούθηση και η υποστήριξη μετά τη θεραπεία είναι εξαιρετικά σημαντικές, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ασθενείς αναρρώνουν πλήρως και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανές επιπλοκές.